Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

ΠΛΑΤΩΝ - ΤΙΜΑΙΟΣ:«ΜΕΓΙΣΤΟΝ ΔΗ ΠΑΝΤΟΣ ΆΡΞΑΣΘΑΙ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΑΡΧΗΝ»

 Μτφρ. Β. Κάλφας. 1995. Πλάτων. Τίμαιος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πόλις.

ΠΛΑΤΩΝ: ΤΙΜΑΙΟΣ 29b–31b

Αναγκαία η χρήση του "εἰκότος λόγου" – Ο κόσμος είναι έλλογο έμβιο ον, πλήρες και μοναδικό
Μετά τον Σωκράτη (βλ. και ΠΛ Τιμ 24d–26c) πήρε τον λόγο ο πυθαγορικός φιλόσοφος Τίμαιος, ο οποίος αναφέρθηκε στον Δημιουργό, που έφτιαξε το τέλειο δημιούργημά του, τον κόσμο, με βάση ένα ιδεατό και αιώνιο υπόδειγμα.

Όμως σε κάθε θέμα το σπουδαιότερο είναι να αρχίζει κανείς από τη σωστή αφετηρία. Πρόκειται να αναφερθούμε στην εικόνα και στο υπόδειγμά της και πρέπει να διευκρινίσουμε το εξής: οι προτάσεις που θα διατυπώσουμε για να τα εξηγήσουμε θα είναι της ίδιας τάξης με αυτά που τείνουν να εξηγήσουν. Οι προτάσεις λοιπόν που αναφέρονται σε αυτό που είναι σταθερό, βέβαιο και προσιτό στη νόηση θα είναι και αυτές σταθερές και ακλόνητες ― αφού βέβαια αποδεχόμαστε ότι υπάρχουν προτάσεις αδιάψευστες και ανίκητες, πρέπει να αποδεχθούμε και ότι δεν θα τους λείπει τίποτε. Ενώ οι προτάσεις που αναφέρονται στην απεικόνιση του υποδείγματος, καθώς αναφέρονται σε μια εικόνα, θα είναι σε σχέση με τις προηγούμενες απλώς εύλογες. Η σχέση του είναι προς το γίγνεσθαι είναι ανάλογη με τη σχέση της αλήθειας προς τη γνώμη. Αν λοιπόν, Σωκράτη, δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε απολύτως συνεπείς από κάθε πλευρά και ακριβείς συλλογισμούς για πολλά και ποικίλα ζητήματα ―για τους θεούς και τη γέννηση του σύμπαντος―, μην εκπλαγείς. Μάλλον πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι αν καταλήξουμε στις πιο εύλογες εξηγήσεις, όταν αναλογιστούμε ότι τόσο εγώ που μιλώ όσο κι εσείς που κρίνετε έχουμε ανθρώπινη φύση· συνεπώς, πρέπει να αποδεχόμαστε για όλα αυτά την εύλογη εξιστόρηση και να μην επιδιώκουμε τίποτε περισσότερο.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Θαυμάσια, Τίμαιε. Αποδεχόμαστε πλήρως τα όσα λες. Αφού λοιπόν δεχθήκαμε ευχαρίστως την εισαγωγή σου είναι καιρός να περάσεις στο κυρίως θέμα.
ΤΙΜΑΙΟΣ: Ας δούμε λοιπόν για ποια αιτία ο Δημιουργός συνέθεσε το γίγνεσθαι και όλο αυτό το σύμπαν. Ήταν αγαθός, και στον αγαθό δεν γεννιέται ποτέ κανένας φθόνος για οτιδήποτε. Καθώς λοιπόν δεν είχε φθόνο, θέλησε να γίνουν τα πάντα όσο το δυνατόν παρόμοια με τον ίδιο. Αυτή είναι η πιο έγκυρη αρχή για το γίγνεσθαι και τον κόσμο που μπορεί κανείς να αποδεχθεί, αν συμβουλευθεί ανθρώπους με φρόνηση, θέλοντας επομένως ο Θεός να είναι τα πάντα αγαθά και να μην υπάρχει κατά το δυνατόν τίποτε ατελές, παρέλαβε όλα όσα ήταν ορατά ―και βρίσκονταν όχι σε ηρεμία αλλά σε άρρυθμη και άτακτη κίνηση― και τα έφερε από την αταξία στην τάξη, θεωρώντας ότι η τάξη είναι από κάθε πλευρά καλύτερη.
Στον άριστο δεν ήταν ούτε είναι επιτρεπτό να κάνει τίποτε άλλο από το κάλλιστο. Αφού λοιπόν συλλογίστηκε, αντιλήφθηκε ότι, στη φυσική τάξη των ορατών πραγμάτων, δεν θα μπορούσε ποτέ να προκύψει ένα σύνολο χωρίς νου που να είναι ωραιότερο από ένα σύνολο με νου· από την άλλη, νους χωρίς ψυχή είναι αδύνατον να υπάρξει. Αποφάσισε λοιπόν να συνθέσει το σύμπαν τοποθετώντας νου στην ψυχή και ψυχή στο σώμα, με την πεποίθηση ότι το έργο του θα ήταν το ωραιότερο και το καλύτερο στη φύση. Ακολουθώντας την εύλογη υπόθεση πρέπει επομένως να πούμε ότι αυτός ο κόσμος είναι έμβιο ον, προικισμένο με ψυχή και νου· και η αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε από την πρόνοια του Θεού.

Αν το δεχθούμε αυτό, πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που ακολουθεί: με ποιο από τα Έμβια Όντα θέλησε ο Δημιουργός να εξομοιώσει τον κόσμο; Θα αποκλείσουμε οπωσδήποτε όσα αποτελούν μέρη ενός όλου ― γιατί από ένα ατελές υπόδειγμα δεν θα προέκυπτε ποτέ κάτι ωραίο. Άρα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο κόσμος προσομοιάζει με εκείνο το Έμβιο Ον, μέρη του οποίου είναι τα άλλα Έμβια Όντα, είτε εκληφθούν ένα προς ένα είτε κατά γένη. Γιατί το υπόδειγμα θα περιλαμβάνει το σύνολο των νοητών Εμβίων όντων, όπως ακριβώς ο υπαρκτός κόσμος περιέχει εμάς και όλα τα άλλα ορατά πλάσματα. Ο Θεός λοιπόν, θέλοντας να εξομοιώσει το δημιούργημά του με το ωραιότερο νοητό, την πληρέστερη από κάθε πλευρά οντότητα, συνέθεσε ένα ορατό έμβιο ον που περιλαμβάνει στο εσωτερικό του όλα τα έμβια όντα της ίδιας φυσικής τάξης.
Είχαμε όμως δίκιο όταν κάναμε λόγο για έναν ουρανό ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να μιλήσουμε για πολλούς και άπειρους; Ο ουρανός είναι όντως ένας, αφού έχει πλαστεί σύμφωνα με το υπόδειγμα. Γιατί αυτό που περιέχει το σύνολο των νοητών εμβίων όντων δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελεί μέλος μιας δυάδας· στην περίπτωση αυτή, εκτός από τα δύο θα υπήρχε κατ' ανάγκην και ένα τρίτο, μέρη του οποίου θα ήταν τα δύο πρώτα, οπότε πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι ο κόσμος μας προσομοιάζει προς εκείνο το τρίτο που περιέχει τα πάντα και όχι προς τα άλλα δύο. Αν θέλουμε επομένως αυτός ο κόσμος να είναι όμοιος ως προς τη μοναδικότητα με το τέλειο Έμβιο Ον, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο Δημιουργός δεν έφτιαξε ούτε δύο ούτε άπειρους κόσμους· ο ουρανός έγινε, είναι και θα συνεχίσει να είναι ένας και μονογενής.

[29b]    μέγιστον δὴ παντὸς ἄρξασθαι κατὰ φύσιν ἀρχήν. ὧδε οὖν περί τε εἰκόνος καὶ περὶ τοῦ παραδείγματος αὐτῆς διοριστέον, ὡς ἄρα τοὺς λόγους, ὧνπέρ
εἰσιν ἐξηγηταί, τούτων αὐτῶν καὶ συγγενεῖς ὄντας· τοῦ
μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς
μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους ―καθ’ ὅσον οἷόν τε καὶ ἀνε-
λέγκτοις προσήκει λόγοις εἶναι καὶ ἀνικήτοις, τούτου δεῖ
[29c] μηδὲν ἐλλείπειν― τοὺς δὲ τοῦ πρὸς μὲν ἐκεῖνο ἀπεικασθέντος, ὄντος δὲ εἰκόνος εἰκότας ἀνὰ λόγον τε ἐκείνων ὄντας·ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια. ἐὰν οὖν, ὦ Σώκρατες, πολλὰ πολλῶν πέρι, θεῶν καὶ τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως, μὴ δυνατοὶ γιγνώμεθα πάντῃ πάντως αὐτοὺς ἑαυτοῖς ὁμολογουμένους λόγους καὶ ἀπηκριβωμένους ἀποδοῦναι, μὴ θαυμάσῃς· ἀλλ’ ἐὰν ἄρα μηδενὸς ἧττον παρεχώμεθα εἰκότας, ἀγαπᾶν χρή, μεμνημένους ὡς ὁ λέγων ἐγὼ
[29d] ὑμεῖς τε οἱ κριταὶ φύσιν ἀνθρωπίνην ἔχομεν, ὥστε περὶ τούτων τὸν εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν.

    ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ἄριστα, ὦ Τίμαιε, παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον· τὸ μὲν οὖν προοίμιον θαυμασίως ἀπεδεξάμεθά σου, τὸν δὲ δὴ νόμον ἡμῖν ἐφεξῆς πέραινε.
    ΤΙΜΑΙΟΣ: Λέγωμεν δὴ δι’ ἥντινα αἰτίαν γένεσιν καὶ τὸ πᾶν
[29e] τόδε ὁ συνιστὰς συνέστησεν. ἀγαθὸς ἦν, ἀγαθῷ δὲ οὐδεὶς περὶ οὐδενὸς οὐδέποτε ἐγγίγνεται φθόνος· τούτου δ’ ἐκτὸς ὢν πάντα ὅτι μάλιστα ἐβουλήθη γενέσθαι παραπλήσια ἑαυτῷ. ταύτην δὴ γενέσεως καὶ κόσμου μάλιστ’ ἄν τις ἀρχὴν κυριω-
[30a] τάτην παρ’ ἀνδρῶν φρονίμων ἀποδεχόμενος ὀρθότατα ἀποδέχοιτ’ ἄν. βουληθεὶς γὰρ ὁ θεὸς ἀγαθὰ μὲν πάντα, φλαῦρον δὲ μηδὲν εἶναι κατὰ δύναμιν, οὕτω δὴ πᾶν ὅσον ἦν ὁρατὸν παραλαβὼν οὐχ ἡσυχίαν ἄγον ἀλλὰ κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, ἡγησάμενος ἐκεῖνο τούτου πάντως ἄμεινον. θέμις δ’ οὔτ’ ἦν οὔτ’ ἔστιν τῷ ἀρίστῳ δρᾶν ἄλλο πλὴν τὸ κάλλιστον·
[30b] λογισάμενος οὖν ηὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου κάλλιον ἔσεσθαί ποτε ἔργον, νοῦν δ’ αὖ χωρὶς ψυχῆς ἀδύνατον παραγενέσθαι τῳ.
διὰ δὴ τὸν λογισμὸν τόνδε νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δ’ ἐν
σώματι συνιστὰς τὸ πᾶν συνετεκταίνετο, ὅπως ὅτι κάλλιστον εἴη κατὰ φύσιν ἄριστόν τε ἔργον ἀπειργασμένος. οὕτως οὖν δὴ κατὰ λόγον τὸν εἰκότα δεῖ λέγειν τόνδε τὸν κόσμον
ζῷον ἔμψυχον ἔννουν τε τῇ ἀληθείᾳ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ
[30c] γενέσθαι πρόνοιαν.

    Τούτου δ’ ὑπάρχοντος αὖ τὰ τούτοις ἐφεξῆς ἡμῖν λεκτέον,τίνι τῶν ζῴων αὐτὸν εἰς ὁμοιότητα ὁ συνιστὰς συνέστησεν. τῶν μὲν οὖν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν―ἀτελεῖ γὰρ ἐοικὸς οὐδέν ποτ’ ἂν γένοιτο καλόν― οὗ δ’ἔστιν τἆλλα ζῷα καθ’ ἓν καὶ κατὰ γένη μόρια, τούτῳ πάντων ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τιθῶμεν. τὰ γὰρ δὴ νοητὰ ζῷα πάντα ἐκεῖνο ἐν ἑαυτῷ περιλαβὸν ἔχει, καθάπερ ὅδε ὁ
[30d] κόσμος ἡμᾶς ὅσα τε ἄλλα θρέμματα συνέστηκεν ὁρατά. τῷ γὰρ τῶν νοουμένων καλλίστῳ καὶ κατὰ πάντα τελέῳ μάλιστα αὐτὸν ὁ θεὸς ὁμοιῶσαι βουληθεὶς ζῷον ἓν ὁρατόν, πάνθ’ ὅσα
[31a] αὐτοῦ κατὰ φύσιν συγγενῆ ζῷα ἐντὸς ἔχον ἑαυτοῦ, συνέστησε. πότερον οὖν ὀρθῶς ἕνα οὐρανὸν προσειρήκαμεν, ἢ πολλοὺς καὶ ἀπείρους λέγειν ἦν ὀρθότερον; ἕνα, εἴπερ κατὰ τὸ
παράδειγμα δεδημιουργημένος ἔσται. τὸ γὰρ περιέχον πάντα ὁπόσα νοητὰ ζῷα μεθ’ ἑτέρου δεύτερον οὐκ ἄν ποτ’ εἴη· πάλιν γὰρ ἂν ἕτερον εἶναι τὸ περὶ ἐκείνω δέοι ζῷον, οὗ μέρος ἂν εἴτην ἐκείνω, καὶ οὐκ ἂν ἔτι ἐκείνοιν ἀλλ’ ἐκείνῳ τῷ περιέχοντι τόδ’ ἂν ἀφωμοιωμένον λέγοιτο ὀρθότερον. ἵνα
[31b] οὖν τόδε κατὰ τὴν μόνωσιν ὅμοιον ᾖ τῷ παντελεῖ ζῴῳ, διὰ ταῦτα οὔτε δύο οὔτ’ ἀπείρους ἐποίησεν ὁ ποιῶν κόσμους, ἀλλ’εἷς ὅδε μονογενὴς οὐρανὸς γεγονὼς ἔστιν καὶ ἔτ’ ἔσται.


Δεν υπάρχουν σχόλια: