Ευχαριστώ θερμά
την Ειρήνη Γερουλάνου και τον Άγγελο Δεληβοριά για τη θερμή υποδοχή εκ μέρους
του Μουσείου Μπενάκη, με το οποίο με συνδέουν πολύ στενοί δεσμοί από τη θητεία
μου στο Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι ένα υποδειγματικό Ίδρυμα, μια «Κιβωτός» της
ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής πολιτιστικής δημιουργίας.
Ευχαριστώ πάρα
πολύ τον Ναπολέοντα Μαραβέγια, τον αγαπητό συνάδελφο για την εισαγωγή του και
την Άννα Καφέτση γιατί μας κάνει την τιμή να είναι μαζί μας στο πάνελ και
ελπίζω ότι θα σχολιάσει αμέσως μετά, μαζί με σας, αυτά που θα πω.
Φίλες και φίλοι,
σας ευχαριστώ θερμά για την ανταπόκρισή σας στην πρόσκλησή μου. Σας ευχαριστώ
για την παρουσία σας, που σημαίνει πολλά για μένα και για την προοδευτική
δημοκρατική παράταξη. Θέλω πραγματικά να απευθυνθώ στην κάθε μια και στον
καθένα από σας προσωπικά, να σας σφίξω το χέρι και να σας ευχαριστήσω γιατί
είστε έτοιμοι να συμβάλλετε σε ένα μεγάλο κοινωνικό, επιστημονικό, πολιτικό
διάλογο για το μέλλον της πατρίδας μας.
Τέσσερις μόλις
εβδομάδες πριν από τις εκλογές, πριν από
τις πιο κρίσιμες εκλογές που θα ζήσει η χώρα μετά τη μεταπολίτευση,
παρατηρούμε να μας διακατέχει όλους μια κοινωνική και πολιτική αμηχανία. Το
τραγικό γεγονός που συνέβη σήμερα στην Πλατεία Συντάγματος, η αυτοκτονία ενός συνταξιούχου, αντί να
προκαλέσει σιωπή και στοχασμό, προκάλεσε, όπως είπα στη δήλωσή μου, παράτερα και φθηνά σχόλια. Γιατί αυτοί
που διαμορφώνουμε στην Ελλάδα το δημόσιο λόγο και κυριαρχούμε στην κεντρική
πολιτική σκηνή, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι όλα τα πράγματα δεν είναι ίδια ή
δυστυχώς δεν διακατεχόμαστε από το βαθμό ευαισθησίας που απαιτείται όταν έχει
να αντιμετωπίσει κανείς ανθρώπους. Ανθρώπους ο καθένας από τους οποίους έχει τα
προτάγματά του, τις ευαισθησίες του, τα προβλήματά του, την ψυχή του.
Ο καθένας είναι
μια ξεχωριστή προσωπικότητα, μια ιδιαίτερη περίπτωση που αξίζει το σεβασμό μας
και τίποτα δεν αξίζει περισσότερο το σεβασμό από μία απόφαση η οποία είναι
πραγματικά υπαρξιακή, ανεξάρτητα από τα κίνητρα, ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενα
μέσα στα οποία μπορεί να τοποθετήσει κανείς οποιαδήποτε ενέργεια.
Φίλες και φίλοι,
δεν έχει γίνει, φοβούμαι, αντιληπτό πόσο κρίσιμα είναι τα διλήμματα που
τίθενται ενώπιον του ελληνικού λαού σε λίγες εβδομάδες. Είπα απευθυνόμενος στην
Εθνική Εκλογική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ πως οι
εκλογές είναι αναμφίβολα η ώρα της αλήθειας, πως όλα πια εναποτίθενται στα
χέρια, δηλαδή τελικά στο μυαλό, στην ικανότητα κρίσης και απόφασης του
ελληνικού λαού.
Είναι πολλοί
αυτοί που πιστεύουν ότι οι εκλογικές αποφάσεις αφορούν τα κόμματα και τα
πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι έτσι. Οι
εκλογικές αποφάσεις αφορούν τη μοίρα του τόπου και κυρίως αφορούν τη μοίρα των
πιο αδύνατων, των πιο ευπαθών, αυτών που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη απ’ ό,τι
οι άλλοι από την κρατική υποστήριξη, από την κρατική παρέμβαση, από τη
λειτουργία της πολιτείας. Γιατί αν αφήναμε την κοινωνία να λειτουργήσει μόνη,
τότε θα λειτουργούσε με όρους σκληρού και αδέκαστου ανταγωνισμού, ισοπέδωσης
και όχι εξισωτισμού, θα λειτουργούσε με όρους ανυπόφορους για τον κάθε πολίτη,
για τον κάθε Έλληνα και την κάθε Ελληνίδα.
Η πορεία προς
τις εκλογές δεν μπορεί παρά να βασιστεί στην αλήθεια. Η αλήθεια προϋποθέτει:
-
πρώτον, την κατανόηση της πραγματικότητας,
-
δεύτερον, τη διάθεση μιας ειλικρινούς στάσης
απέναντι στα πράγματα και
-
τρίτον, την εγκαθίδρυση μιας ουσιαστικής
πολιτικής και ηθικής σχέσης.
Η αλήθεια είναι μια σχέση. Προϋποθέτει
κάποιον έτοιμο να πει την αλήθεια, όπως την αντιλαμβάνεται και αυτός ο ρόλος
τώρα ανήκει σε εμάς, ανήκει στο ΠΑΣΟΚ, στην προοδευτική δημοκρατική παράταξη,
πρέπει να ανήκει σε κάθε κόμμα και σε κάθε δημόσιο πρόσωπο. Αλλά δεν αρκεί
αυτό. Πρέπει να υπάρχει και αυτός που είναι έτοιμος να ακούσει την αλήθεια και
να πει με τη σειρά του τη δική του αλήθεια και αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που
αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία και ο κάθε πολίτης ατομικά.
Ζούμε αναμφίβολα την πιο δύσκολη περίοδο
μετά τη μεταπολίτευση, γιατί έχουν διαψευστεί και έχουν ανατραπεί βασικές
παραδοχές των τελευταίων 38 ετών. Καταρχάς έχει ανατραπεί η θεμελιώδης παραδοχή
μέσα στην οποία διαμορφώθηκαν οι συνειδήσεις των πολιτών: πως κάθε γενιά θα ζει
καλύτερα από την προηγούμενη.
Αυτή η
αμφισβήτηση της γραμμικής εξέλιξης, της συνεχούς προόδου, ανατρέπει τα πάντα,
ανατρέπει όλα τα αυτονόητα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η αλήθεια είναι ότι
τίποτε δεν είναι βέβαιο, τίποτε δεν είναι αυτονόητο, τίποτε δεν είναι αυτόματο,
τίποτε δεν είναι απλό. Πρέπει να τα κατακτήσουμε όλα εξαρχής. Και πρέπει να το
πετύχουμε αυτό ενώ διατρέχουμε πάρα πολλούς μεγάλους κινδύνους.
Βεβαίως, και οι
τελευταίες εξελίξεις είναι πάρα πολύ σημαντικές: Οι αποφάσεις σε σχέση με το
ελληνικό δημόσιο χρέος, η έγκριση του νέου προγράμματος, η υπογραφή και η
έναρξη εφαρμογής της νέας δανειακής σύμβασης, τα αποτελέσματα που έχουμε χάρη
στις θυσίες, τις βαριές θυσίες, του ελληνικού
λαού σε σχέση με τη λεγόμενη δημοσιονομική προσαρμογή, τη μείωση του
δημοσιονομικού ελλείμματος. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που έγιναν ήδη με πολλούς
κόπους και αμφιθυμίες και βελτίωσαν τη θέση της ελληνικής οικονομίας στην
παγκόσμια κατάταξη από πλευράς ανταγωνιστικότητας (αλλά η θέση αυτή είναι ακόμη
εξαιρετικά χαμηλή για τα δεδομένα και τις δυνατότητες της χώρας).
Όλα αυτά είναι
πάρα πολύ σημαντικά. Αλλά όλα αυτά δεν είναι το οριστικό τέλος σε σχέση με την
κρίση. Είναι μια αλλαγή του επιπέδου σταθερότητας και ασφάλειας, αλλά δεν είναι
η οριστική υπέρβαση. Δεν είναι η οριστική απάντηση, δεν είναι η αλλαγή σε αυτό
το μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας, το πιο δύσκολο και το πιο πικρό των τελευταίων
38 ετών.
Άρα, έχει πάρα
πολύ μεγάλη σημασία να πούμε καθαρά απέναντι σε μια κοινωνία που αγωνιά, που
απογοητεύεται, που οργίζεται ποια είναι η δική μας αλήθεια, ποια είναι η
αλήθεια της υπεύθυνης στάσης που σημαίνει πολύ μεγάλο πολιτικό κόστος.
Πρέπει, λοιπόν, πριν απ΄ όλα να γεφυρώσουμε
την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο λεγόμενο «πολιτικό σύστημα» και την
κοινωνία. Και φοβούμαι ότι αυτή η απόσταση είναι εξαιρετικά δύσκολο να
γεφυρωθεί γιατί μας βαραίνει πια, όπως έχω πει, ένα τεκμήριο ενοχής και γιατί
κανείς δεν πιστεύει ότι έχουμε σοβαρή αυτοκριτική διάθεση και τελικά ικανότητα
να αντιληφθούμε ποιο είναι το βαθύτερο πρόβλημα της χώρας.
Εξακολουθεί να κυριαρχεί ο παλαιοκομματικός
συμβατικός λόγος. Ο αρχηγός του ενός κόμματος είναι ο επερχόμενος σωτήρας,
ο αρχηγός του άλλου κόμματος είναι ο καταγγελλόμενος ως καταστροφέας της
ελληνικής οικονομίας και της χώρας, οι ρόλοι εναλλάσσονται, οι καταστάσεις όμως
παραμένουν οι ίδιες.
Θα μπορούσα να
προσχωρήσω και εγώ στη λογική αυτή και να αναφερθώ στα άλλα πολιτικά κόμματα,
να προσπαθήσω να ασκήσω την αυτοκριτική μας, να παρουσιάσω ενώπιόν σας με
απόλυτα ειλικρινή τρόπο τις δικές μας εκτιμήσεις για τις δικές μας ευθύνες και
το έχω κάνει και θα το κάνω διαρκώς.
Προτιμώ, όμως,
απευθυνόμενος σε εκπροσώπους του πνευματικού κόσμου, της τέχνης, του
πολιτισμού, της επιστήμης, της έρευνας, δηλαδή σε αυτούς που συγκροτούν το
διανοητικό κεφάλαιο του έθνους, να χρησιμοποιήσω πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και
να αναδεχτώ εκ μέρους του πολιτικού κόσμου, εκ μέρους του λεγόμενου πολιτικού
συστήματος όλες τις ευθύνες.
Γιατί σημασία
δεν έχει να κάνουμε μια άγονη μικροκομματική συζήτηση για το πώς κατανέμονται
ανά περίοδο οι ευθύνες, σημασία έχει να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για να
αναλάβουμε όχι τις ευθύνες του παρελθόντος αλλά τις ευθύνες του μέλλοντος.
Εμείς λοιπόν αναλαμβάνουμε τις δικές μας
ευθύνες για το παρελθόν και θέλουμε όλοι μαζί οι Έλληνες να αναλάβουμε την
ευθύνη του μέλλοντος. Είμαστε δυστυχώς όλοι μέρος του προβλήματος και η
ευθύνη βαραίνει όλους ανάλογα με τους ρόλους μας στην πορεία της χώρας.
Έχω πει πολλές
φορές πως πράγματι ο πολιτικός κόσμος έχει ένα ολόκληρο βουνό ευθύνης, ένα
μεγάλο βουνό ευθύνης, αλλά ίσως κάθε πολίτης να έχει ένα μικρό κόκκο άμμου
ευθύνης γύρω από τον οποίο πρέπει να συλλογιστεί για να δούμε πώς μπορούμε να
αλλάξουμε τα δεδομένα στη χώρα μας μέσα σε συνθήκες εθνικής αλληλεγγύης και
συνοχής.
Το οφείλουμε
αυτό στο όνομα της πατρίδας μας, κυρίως στο όνομα των παιδιών μας, στο όνομα
της ιστορίας αυτού του τόπου και εάν θέλουμε πραγματικά μια αυτοδύναμη πορεία,
αν θέλουμε μια Ελλάδα που ανακτά την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά μας τότε
πρέπει εμείς εδώ να λάβουμε πολύ δύσκολες αποφάσεις και να ανοίξουμε όχι μόνο
το μυαλό αλλά και την καρδιά μας. Να εγκαθιδρύσουμε αυτή τη σχέση αλήθειας για
την οποία σας μίλησα.
Το σύνθημά μας,
το όραμά μας για μια Αυτοδύναμη Ελλάδα δεν είναι ένας εκλογικός κομματικός
στόχος. Είναι ο πόθος του λαού μας και Αυτοδύναμη Ελλάδα, σημαίνει κάτι πολύ
συγκεκριμένο για κάθε Έλληνα. Σημαίνει ανάκτηση της ανεξαρτησίας του της
ατομικής, δηλαδή της ακεραιότητάς του της ηθικής. Και αυτό έχει πάρα πολύ
μεγάλη σημασία για μια κοινωνία που βλέπει να διαλύεται ο κοινωνικός ιστός. Να
μην υπάρχουν κρίκοι που συνδέουν τους Έλληνες μεταξύ τους.
Πρόθεσή μου
είναι σήμερα να σας παρακαλέσω, εσείς οι
άνθρωποι της γνώσης, του Πολιτισμού, της δημιουργίας να αναλάβετε ένα μερίδιο
της ευθύνης αυτής. Όσοι υποτιμούν τους Έλληνες επιστήμονες, τους Έλληνες
δημιουργούς, τους φοιτητές μας κάνουν λάθος. Σας θέλω, σας θέλουμε δίπλα μας.
Ζητώ την καθοριστική συμβολή σας στη συγκρότηση του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης
και ανόρθωσης μέσα από το οποίο μπορεί πράγματι η χώρα να νιώσει ότι ξέρει που
βαδίζει, ότι έχει μια εθνική γραμμή.
Θα ήταν για μένα
ευτύχημα εάν με δική σας πρωτοβουλία -γιατί εσείς είστε η πραγματική κοινωνία
των πολιτών- μπορούσε να συγκροτηθεί μια μεγάλη ομάδα εργασίας, μια εθνική επιτροπή για την ανασυγκρότηση
ως συμβουλευτικό όργανο που θα μπορούσε να συνομιλεί μαζί μου, να συνομιλεί
με το ΠΑΣΟΚ, να έχει μια διαρκή παρέμβαση στη διαμόρφωση της προγραμματικής μας
πρότασης και στην εφαρμογή φυσικά της πρότασης αυτής.
Στόχος μας είναι
να δημιουργήσουμε μια πολιτική και κοινωνική συμμαχία μεταρρυθμίσεων,
υπευθυνότητας και αλληλεγγύης και αυτή η συμμαχία πρέπει να επιβληθεί, πρέπει
να επιβληθεί με το λόγο της, με τα επιχειρήματά της, με την πειστικότητά της
απέναντι στο μέτωπο της δημαγωγίας, του λαϊκισμού, της ανευθυνότητας που
δυστυχώς είναι ο πραγματικός μας αντίπαλος.
Αλλά για να
μπορέσει να γίνει αυτό, φίλες και φίλοι, πρέπει να δούμε πολύ καθαρά πού
βρισκόμαστε σήμερα. Να απαντήσουμε όσο γίνεται με ευθύ τρόπο στα ερωτήματα που ο καθένας έχει στο μυαλό του
και στο στόμα του.
Μετά απ’ όλα όσα έγιναν, με δεδομένο τον
πανευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων, με όλα όσα έγιναν σε σχέση με το δημόσιο
χρέος και τα δημόσια οικονομικά, με δεδομένες τις συμβατικές μας υποχρεώσεις
στο πλαίσιο της νέας δανειακής σύμβασης και του νέου προγράμματος στήριξης της
ελληνικής οικονομίας, αντέχει πράγματι η Ελλάδα μέσα στην Ευρωζώνη; Είναι
πλέον οριστική και ασφαλής η θέση της χώρας μέσα στο ευρώ;
Η απάντησή μου είναι πως ναι, εφ' όσον εμείς
εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας, αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν,
πάρουμε δύσκολες αλλά δίκαιες αποφάσεις και κατορθώσουμε να μετακινηθούμε από
το μονόχορδο άξονα του λεγομένου μνημονίου, δηλαδή του νέου προγράμματος στήριξης
και της δανειακής σύμβασης, σ’ έναν πιο σύνθετο, πιο δημιουργικό και πιο
ελπιδοφόρο άξονα, αυτόν του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης.
Αντέχει παρ’
όλα αυτά η Ευρωζώνη; Είμαστε
μέσα σε μια Νομισματική Ένωση και σε μια ομάδα ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών με
τη βεβαιότητα ότι αυτό το μόρφωμα θα διατηρηθεί;
Η απάντησή μου είναι πως το βήμα της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το βήμα της νομισματικής ολοκλήρωσης ειδικότερα,
είναι πραγματικά μετέωρο. Γιατί υπάρχει μια ιστορική αντίφαση ανάμεσα στον
υψηλό βαθμό νομισματικής ενοποίησης και τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό πολιτικής,
θεσμικής, οικονομικής και αναπτυξιακής ολοκλήρωσης.
Αυτό είναι το μεγάλο δίλημμα των ευρωπαϊκών
χωρών, των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αυτό συνδέεται με το ζήτημα των συσχετισμών
των δυνάμεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Γιατί ναι, κινούμαστε μέσα σε μια άκρως
συντηρητική και μονόχρωμη Ευρώπη. Οι πανευρωπαϊκοί συσχετισμοί είναι όμως
συσχετισμοί που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών,
διαμορφώνονται από τα ευρωπαϊκά εκλογικά Σώματα.
Δεν είναι συσχετισμοί που διαμορφώνουν οι
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ή οι Ευρωπαίοι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων μόνοι
τους. Δεν είναι συσχετισμοί που διαμορφώνονται μέσα στο κλειστό δωμάτιο του
Συμβουλίου Κορυφής ή του Eurogroup.
Αυτό που συγκρούεται είναι διαφορετικές
αντιλήψεις, διαφορετικές απόψεις για το τι σημαίνει και πώς μπορεί να
οικοδομηθεί η ανάπτυξη, τι σημαίνει κοινωνική δικαιοσύνη και τελικά το ερώτημα
είναι αν πιστεύουμε όλοι στην ίδια Ευρώπη ή αν ο καθένας μάς έχει μια δική του
αφήγηση για την Ευρώπη. Και αν μπορούμε εν τέλει να διαφυλάξουμε την Ευρώπη ως
ήπειρο πολιτισμού, δημιουργίας, ποιότητας, κράτους δικαίου, δικαιωμάτων και την
Ευρώπη ως έννοια ταυτισμένη ιστορικά με το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος χωρίς το
οποίο δε μπορούμε ν’ αντιληφθούμε την Ευρώπη του 20ού αιώνα, άρα ούτε την
Ευρώπη του 21ου αιώνα.
Αυτό
αποτυπώνεται στις τελευταίες ευρωπαϊκές εξελίξεις; Αποτυπώνεται αυτό στα
τελευταία διεθνή κείμενα που κύρωσε και η Βουλή των Ελλήνων, στο δημοσιονομικό
Σύμφωνο, στο νέο μηχανισμό χρηματοοικονομικής σταθερότητας, στις αλλαγές που
έγιναν στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Όχι βεβαίως. Και δεν είναι τυχαίο ότι
πράγματι σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, μια χώρα κρίσιμη για τους ευρωπαϊκούς
συσχετισμούς και τις εξελίξεις όπως η Γαλλία, ο σοσιαλιστής υποψήφιος για την
Προεδρία, ο François Hollande, θέτει το ζήτημα της αλλαγής των κειμένων αυτών
έτσι ώστε να είναι εμφανής και ισοδύναμη τόσο η αναπτυξιακή όσο και η κοινωνική
διάσταση.
Κι εμείς είμαστε έτοιμοι και πρόθυμοι να
συνδιαμορφώσουμε τους συσχετισμούς αυτούς. Αλλά για να καταφέρουμε να
συνδιαμορφώσουμε τους συσχετισμούς, πρέπει να υπάρχουμε μέσα στην Ευρώπη, έστω
με περιορισμούς στη δημοσιονομική μας κυριαρχία. Αλλά έτοιμοι ν’ ανακτήσουμε τη
θεσμικά ισότιμη θέση μας, προκειμένου να μετάσχουμε στην αλλαγή των συσχετισμών
αυτών.
Αν κάποιος μπορεί απευθυνόμενος στους Έλληνες
που θέλουν λύσεις συγκεκριμένες και πρακτικές, να τους προτείνει μια άλλη οδό,
ένα άλλο γήπεδο προκειμένου να συνδιαμορφώνουμε συσχετισμούς και τελικά να
συνδιαμορφώνουμε τις ελπίδες και τις προσδοκίες του λαού μας, ας το πει.
Το πλαίσιο λοιπόν του νέου προγράμματος,
είναι μια αφετηρία από την οποία πρέπει να εκκινήσουμε. Αλλά δεν μπορούμε να
καταλήξουμε σε καμιά ολοκληρωμένη πρόταση, αν η πρότασή μας δεν πείθει τον
ακροατή μας, τον Έλληνα πολίτη, ότι μπορεί να νιώσει ένα μεγαλύτερο και
ισχυρότερο αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας, ότι μπορεί να του δώσουμε
εγγυήσεις αλληλεγγύης και κοινωνικής προστασίας, ότι μπορούμε να του πούμε
συγκεκριμένα πράγματα για την ανάπτυξη, την απασχόληση, την αλλαγή των επιπέδων
ρευστότητας, την ανταγωνιστικότητα, το δυναμισμό και την προοπτική της
ελληνικής κοινωνίας.
Θα μπορούσα όλα αυτά να τα συνοψίσω μ’ έναν
δραματικά απλό και πιεστικό τρόπο. Στις εκλογές πρέπει ο Έλληνας πολίτης ν’
αποφασίσει: Μέσα ή έξω από το ευρώ; Ν’ απαντήσει στο ερώτημα εάν
πιστεύει ότι μπορούμε να είμαστε μέσα στο ευρώ χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς να
επιτύχουμε τους στόχους μας σε σχέση με τις διαρθρωτικές αλλαγές και τη
δημοσιονομική προσαρμογή.
Ν’ απαντήσει εάν αποδεχόμαστε το πλαίσιο
του νέου προγράμματος και της δανειακής σύμβασης που υπερψήφισε η Βουλή των
Ελλήνων με συντριπτική πλειοψηφία 2/3 ή αν είμαστε έτοιμοι να καταγγείλουμε και
να επαναδιαπραγματευθούμε τη σύμβαση αυτή και να πει αν κατά τη γνώμη του,
όποιος το προτείνει αυτό, η επαναδιαπραγμάτευση θα οδηγήσει σε καλύτερο και όχι
σε χειρότερο αποτέλεσμα για τον ελληνικό λαό.
Πρέπει ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα αν θα
εστιάσουμε στις διαρθρωτικές αλλαγές για μια ανταγωνιστική οικονομία ή αν
θ’ αφήσουμε έκθετο τον πιο απλό και αδύναμο πολίτη, το μισθωτό, το συνταξιούχο,
στις αφόρητες πιέσεις για οριζόντιες περικοπές στους μισθούς, τις συντάξεις και
τα επιδόματα προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Γιατί δύο πράγματα είναι δυνατά, δυοίν
θάτερον: Ή θα πάμε μέσα από το δρόμο των διαρθρωτικών αλλαγών ή δυστυχώς πρέπει
ν’ ακολουθήσουμε τον άδικο και αδιέξοδο δρόμο των οριζόντιων περικοπών.
Με αυτές τις σκέψεις, θέλω να σας καλέσω να
μετάσχετε σε μια προσπάθεια η οποία όμως πρέπει να έχει αντικείμενο. Και είμαι
βέβαιος ότι εσείς οι ίδιοι αναρωτιέστε και περιμένω να με ρωτήσετε στη
συζήτηση, εάν υπό τις σημερινές συνθήκες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε
άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σχεδόν παντού στην Ευρώπη, αλλά ιδιαίτερα σε άλλες
μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, ακόμη και η Γαλλία, υπάρχουν
πράγματι περιθώρια για την άσκηση μιας άλλης πολιτικής, υπάρχουν ουσιαστικά
περιθώρια ενασχόλησης με την πολιτική ή είμαστε υποχρεωμένοι να εφαρμόσουμε ένα
ομοιόμορφο πρόγραμμα, ένα ενιαίο, πάρα πολύ απλό και απειλητικό ως προς το
περιεχόμενό του μοντέλο πολιτικής.
Αν δηλαδή, με άλλα λόγια, στην εποχή του
μνημονίου, του προγράμματος στήριξης και της δανειακής σύμβασης, υπάρχουν
περιθώρια άσκησης πολιτικής, υπάρχουν περιθώρια επιλογών με ιδεολογικό και
ηθικό χρώμα, εάν υπάρχει περιθώριο να μιλήσουμε πράγματι για ένα εθνικό σχέδιο
ανασυγκρότησης και ανόρθωσης της πατρίδας μας.
Επιτρέψτε μου να εξηγήσω γιατί θεωρώ ότι ναι,
έχουμε περιθώρια άσκησης πολιτικής. Ναι, οι πολιτικές αξίες και οι ιδεολογικές
προδιαθέσεις έχουν σημασία. Ναι, η Ελλάδα μπορεί να ακολουθήσει το δρόμο
προς τη δική της αυτοδυναμία μέσα από τους ενδογενείς πόρους που έχει και οι
ενδογενείς πόροι είναι η γη πρωτίστως, το τοπίο, η ιστορία του τοπίου αυτού, τα
σπλάχνα της γης και οι άνθρωποι. Και οι άνθρωποι είναι το μυαλό και τα χέρια
τους, το διανοητικό κεφάλαιο και η παραγωγική ικανότητα. Και εσείς είστε ένας
από τους βασικούς συντελεστές αυτής της εθνικής ανάπτυξης, είστε ο συντελεστής
του διανοητικού κεφαλαίου.
Σημείο πρώτο. Το νέο πρόγραμμα
προβλέπει φυσικά δημοσιονομικούς στόχους, προβλέπει τους στόχους της
δημοσιονομικής προσαρμογής. Θέλουμε ένα δημόσιο χρέος βιώσιμο, θέλουμε ένα
δημοσιονομικό έλλειμμα που σταδιακά θα δώσει τη θέση του σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα
γιατί μέσα από ένα βιώσιμο χρέος, ένα πρωτογενές πλεόνασμα και ικανοποιητικούς
ρυθμούς ανάπτυξης μπορούμε να είμαστε μια δημοσιονομικά κυρίαρχη - εντός ή
εκτός εισαγωγικών - χώρα.
Αυτά λέει το
μνημόνιο. Σε εμάς εναπόκειται να πετύχουμε αυτούς τους δημοσιονομικούς στόχους
με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, μείωση του όγκου της παραοικονομίας, επίτευξη
των στόχων του προϋπολογισμού του 2012 ως προς τα έσοδα και επιπλέον μέσω
σημαντικής μείωσης των δαπανών λόγω διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος και τον ευρύτερο
δημόσιο τομέα.
Η άλλη επιλογή
είναι οι οριζόντιες περικοπές -η εύκολη αλλά αναγκαστική λύση- σε μισθούς,
συντάξεις και επιδόματα. Εδώ υπάρχει ένα περιθώριο άσκησης πολιτικής.
Σημείο δεύτερο. Το νέο πρόγραμμα
προβλέπει ένα νέο φορολογικό σύστημα. Όλοι θέλουν, οι εταίροι μας θέλουν ένα
φορολογικό σύστημα απλό, λειτουργικό, αποτελεσματικό που να υποστηρίζεται από
μια διαφανή και όχι διεφθαρμένη και αποτελεσματική φορολογική διοίκηση.
Σε εμάς
εναπόκειται να αποφασίσουμε ότι θέλουμε ένα φορολογικό σύστημα που είναι κατά
κυριολεξία εθνικό, είναι προϊόν ευρείας συναίνεσης, στήριξης διακομματικής.
Δυστυχώς η Νέα Δημοκρατία αποχώρησε πριν από λίγες μέρες προσχηματικά από το
διάλογο. Σε εμάς εναπόκειται να ζητήσουμε ένα εθνικό φορολογικό σύστημα που θα
μείνει σταθερό και αυτό έπρεπε να το ξέρουν οι επενδυτές αλλά και οι
φορολογούμενοι για τα επόμενα δέκα χρόνια. Ένα φορολογικό σύστημα που θα έχει
καθαρή και την αναπτυξιακή και την κοινωνική-αναδιανεμητική του διάσταση.
Σημείο τρίτο. Το νέο πρόγραμμα και η δανειακή
σύμβαση προβλέπουν μέτρα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, πώς; Μέσω της
μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το άνοιγμα των κλειστών
επαγγελμάτων, την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας, τη μείωση του διοικητικού
κόστους.
Σε εμάς
εναπόκειται να μετατρέψουμε την Ελλάδα σε μια χώρα φιλοεπενδυτική, σε ένα
μεγάλο πεδίο αναπτυξιακών πρωτοβουλιών με δημόσιες επενδύσεις, με
συγχρηματοδοτούμενα έργα, με ιδιωτικοποιήσεως ως ευκαιρία επενδύσεων, με
δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, με τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών μέσω της ενίσχυσης των εξαγωγών και της υποκατάστασης των
εισαγωγών.
Σε εμάς
εναπόκειται να βρούμε την κρίσιμη και αναγκαία ισορροπία ώστε η ευελιξία στις
εργασιακές σχέσεις να συνδυάζεται με την απαραίτητη ασφάλεια στους όρους και
τις συνθήκες εργασίας με την τήρηση των νόμων μέσα από την αποτελεσματική
λειτουργία των συστημάτων επιθεώρησης εργασίας. Και τελικά με την εξασφάλιση
ότι η μείωση του κόστους εργασίας αντανακλάται σε αύξηση θέσεων απασχόλησης και
μειωμένες τιμές για τους καταναλωτές.
Σημείο τέταρτο. Το νέο πρόγραμμα θέλει
μια Ελλάδα ανταγωνιστική αλλά δεν προβλέπει ένα νέο εθνικό παραγωγικό μοντέλο.
Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να φτιάξουμε το νέο εθνικό παραγωγικό μοντέλο,
δίνοντας έμφαση στους τομείς της δικής μας επιλογής. Αξιοποιώντας τα συγκριτικά
πλεονεκτήματα της χώρας, μετατρέποντας ακόμη και μόνιμες δομικές μειονεξίες σε
πλεονεκτήματα. Όπως είναι για παράδειγμα ο μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολουμένων
και το μικρό μέσο μέγεθος επιχείρησης.
Εμείς είμαστε
αυτοί που πρέπει να δώσουμε ξανά έμφαση στην πρωτογενή παραγωγή, στα επώνυμα
προϊόντα, στην ποιότητα, στη βιομηχανία τροφίμων, στον τουρισμό, στη ναυτιλία,
σε έξυπνες επενδύσεις στην ενέργεια, οι οποίες να είναι επενδύσεις πανευρωπαϊκής
κλίμακας, στην καινοτομία, την έρευνα
και την ανάπτυξη.
Σημείο πέμπτο. Το νέο πρόγραμμα
προβλέπει, όπως ξέρουμε όλοι, ανακεφαλαιοποίηση και εξυγίανση του τραπεζικού
συστήματος. Ο ελληνικός λαός θα επενδύσει πολλά χρήματα στην ανασυγκρότηση και
την αναγέννηση του τραπεζικού συστήματος προκειμένου να διαφυλαχτεί όχι μόνο η
χρηματοοικονομική σφαίρα αλλά και όλο το παραγωγικό δυναμικό της χώρας που
ακουμπάει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Σε εμάς
εναπόκειται να εξασφαλίσουμε ότι αυτό θα γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να αλλάξουν
τα επίπεδα ρευστότητας προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων, των ελληνικών
νοικοκυριών, με στόχο φυσικά να υποστηριχθούν νέες δημόσιες και ιδιωτικές
επενδύσεις.
Σημείο έκτο. Το νέο πρόγραμμα και η νέα
δανειακή σύμβαση προβλέπει την ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων του
δημοσίου για τη συμβολή στη μείωση του δημοσίου χρέους και για την κάλυψη των
δημοσιονομικών μας στόχων.
Σε εμάς
εναπόκειται αυτό να γίνει με όρους διαφανείς, με όρους αναπτυξιακούς, κάθε
πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης να μετατρέπεται σε ένα πρόγραμμα επενδύσεων και
δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Μόνο έτσι θα
μπορέσουμε να διαφυλάξουμε το παραγωγικό δυναμικό του έθνους και να
εξασφαλίσουμε τον καταναλωτή από τη δημιουργία νέων μονοπωλιακών καταστάσεων
όχι δημόσιων αλλά ιδιωτικών τη φορά αυτή.
Σημείο έβδομο. Το νέο πρόγραμμα και η
δανειακή σύμβαση προβλέπει αξιολόγηση υπηρεσιών και προσωπικού στη δημόσια
διοίκηση, με στόχο μια αποτελεσματικότερη και λιγότερο ακριβή δημόσια διοίκηση.
Σε εμάς εναπόκειται να κάνουμε κάτι πολύ πιο φιλόδοξο αλλά απολύτως
επιβεβλημένο. Να φτιάξουμε εξ υπαρχής το κράτος.
Δεν περιμένουμε
να μας πουν οι άλλοι ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση νοσεί. Δεν περιμέναμε να
μας το πει η τρόικα. Δεν περιμέναμε να μας πει η τρόικα ότι θέλουμε μια δημόσια
διοίκηση και μια δικαιοσύνη που να λειτουργούν με διαφάνεια, ταχύτητα και
αποτελεσματικότητα.
Δεν περιμέναμε
να μας πουν οι άλλοι ότι θέλουμε ένα μικρότερο και καλύτερα στοχευμένο κράτος,
δημόσιους υπαλλήλους που να λειτουργούν εξυπηρετώντας τον πολίτη,
αντιγραφειοκρατική λογική, φιλοεπενδυτικό προσανατολισμό, υποστήριξη της
επιχειρηματικότητας. Η ταχύτητα, η διαφάνεια και η κοινή λογική δεν
επιβάλλονται από το μνημόνιο αλλά από τις ανάγκες της χώρας.
Σημείο όγδοο. Ναι το νέο πρόγραμμα
προβλέπει μέτρα για την εκλογίκευση των κοινωνικών δαπανών, στα επίπεδα περίπου
του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σε εμάς εναπόκειται να διαφυλάξουμε και να
ανασυγκροτήσουμε το κοινωνικό κράτος. Να έχουμε ένα βιώσιμο ασφαλιστικό
σύστημα, ένα βιώσιμο εθνικό σύστημα υγείας, περιορίζοντας την αδιαφάνεια και τη
σπατάλη στην υγεία, μειώνοντας τη φαρμακευτική δαπάνη, ελέγχοντας παράνομες
συντάξεις και επιδόματα.
Σημείο ένατο. Το νέο πρόγραμμα και η
δανειακή σύμβαση δεν αναφέρονται στα πιο κρίσιμα θέματα. Στην αλλαγή και την
εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, στα μέτρα αυτοκάθαρσης της πολιτικής. Στις
ριζικές αλλαγές που απαιτούνται στον κανονισμό της Βουλής. Στη λειτουργία των
κομμάτων. Στο νομικό πλαίσιο της ποινικής ευθύνης των Υπουργών. Στην ασυλία των
βουλευτών. Στην επανασυμφιλίωση του πολίτη με την πολιτική.
Σε εμάς τους
Έλληνες εναπόκειται να πάρουμε τη δική μας εθνική πρωτοβουλία, να λάβουμε τις
αναγκαίες αποφάσεις που θα επιστεγαστούν με αναθεώρηση του Συντάγματος το 2013
σύμφωνα με τις συνταγματικές προθεσμίες.
Δικό μας εθνικό
στοίχημα είναι – για να θυμηθώ μια αγαπημένη μου έκφραση και μια θεωρητική
ενασχόληση παλαιότερων εποχών – η εισαγωγή των θεσμικών εγγυήσεων της
μεταντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που είναι κάτι πολύ περισσότερο από την
αντιπροσωπευτική δημοκρατία όπως τη γνωρίζουμε.
Σημείο δέκατο. Το νέο πρόγραμμα, η
δανειακή σύμβαση, το μνημόνιο δεν αναφέρονται στο πώς έπρεπε να οργανωθεί το
εκπαιδευτικό σύστημα, στο πώς πρέπει να αναβαθμιστούν τα ελληνικά Πανεπιστήμια,
στο πώς πρέπει να λειτουργούν τα Ερευνητικά μας Ιδρύματα και να διασυνδέονται
με τον ιδιωτικό τομέα στη μάχη για την καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη.
Είναι δικό μας εθνικό καθήκον να καταστήσουμε τις δράσεις αυτές προτεραιότητά μας.
Σημείο ενδέκατο, το οποίο δυστυχώς δεν
το αναφέρουμε συχνά. Το νέο μνημόνιο και η δανειακή σύμβαση δεν αναφέρονται στα
εθνικά μας θέματα. Δεν ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική, τον εθνικό
αμυντικό σχεδιασμό, το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την οριοθέτηση
της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και των άλλων
θαλασσίων ζωνών, το σεβασμό των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων που είναι ταυτόχρονα και δικαιώματα πάνω σε
μια λανθάνουσα εθνική περιουσία που είναι περιουσία των επομένων γενεών.
Σε μας
εναπόκειται να διαμορφώσουμε και να ασκήσουμε μια ολοκληρωμένη εθνική πολιτική.
Να κινητοποιήσουμε τις μεγάλες δυνάμεις του απόδημου ελληνισμού και τους
απανταχού φιλέλληνες. Να επαναθεμελιώσουμε – αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία – τη
διεθνή επωνυμία της χώρας που έχει δυστυχώς τρωθεί, το οικουμενικό κύρος της
Ελλάδας.
Σημείο δωδέκατο. Το νέο πρόγραμμα και η
δανειακή σύμβαση δεν αναφέρονται στις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, στην
ασφάλεια του πολίτη ως θεμελιώδες δικαίωμα, στην ανάγκη για μια ολοκληρωμένη
μεταναστευτική πολιτική στο πλαίσιο των σχετικών ευρωπαϊκών κανονισμών, του
Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν
αναφέρεται στην αναβίωση του κέντρου της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων
μεγάλων πόλεων.
Σε εμάς
εναπόκειται να θέσουμε τους στόχους και τις προτεραιότητές μας να κάνουμε αυτό
που πρέπει με τις πολιτιστικές προδιαγραφές που απαιτείται, αλλά με
αποτελεσματικότητα σε αυτόν τον εξαιρετικά κρίσιμο τομέα.
Σημείο δέκατο τρίτο και τελευταίο. Το
νέο πρόγραμμα, το περιβόητο μνημόνιο, δεν αναφέρεται στην ταυτότητα του
σύγχρονου ελληνισμού. Δεν μας λέει ούτε είχε το δικαίωμα να μας πει τι σημαίνει
σύγχρονος πατριωτισμός.
Σε εμάς
εναπόκειται να πούμε τι σημαίνει σήμερα φιλοπατρία. Ξέρουμε ποιοι είμαστε και
πού πηγαίνουμε ως έθνος, ή για να το πω καλύτερα και ειλικρινέστερα, οφείλουμε
να ξέρουμε ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε ως έθνος. Οφείλουμε να
ξαναμιλήσουμε με όρους ιστορικούς και πολιτισμικούς. Να αναδείξουμε τη σχέση
των Ελλήνων με την τέχνη, το λόγο, τον πολιτισμό, τη δημιουργία, την
αυθεντικότητα του ελληνικού τοπίου και τη συλλογική μνήμη του έθνους.
Φίλες και φίλοι,
από αυτήν την καταγραφή ελπίζω να ανέδειξα το βασικό μου επιχείρημα, πως ναι,
μέσα σε συνθήκες κρίσης, κάτω από την πίεση του νέου προγράμματος και της
δανειακής σύμβασης, έχουμε όχι απλά και μόνο το περιθώριο, αλλά την υποχρέωση
να διαμορφώσουμε και να εφαρμόσουμε ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο
ανασυγκρότησης και ανόρθωσης.
Να πάρουμε την
υπόθεση στα χέρια μας. Να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Να πείσουμε τους Έλληνες
πολίτες ότι και η δημοκρατία έχει περιεχόμενο και η πολιτική έχει αντικείμενο.
Πως χωρίς πολιτική δεν υπάρχει δημοκρατία. Χωρίς δημοκρατία δεν υπάρχει όχι
μόνον κράτος, αλλά ούτε και Κοινωνία των Πολιτών.
Σε αυτήν τη
μεγάλη προσπάθεια, σε αυτήν την κινητοποίηση των δυνάμεων του ορθού λόγου και
της προοπτικής η θέση η δική σας είναι πρωτεύουσα. Σας καλώ να μας βοηθήσετε.
Σας καλώ να πάρετε την υπόθεση αυτή στα χέρια σας και σας ευχαριστώ εκ των
προτέρων για τη συμβολή σας.
Δευτερολογία
Σας ευχαριστώ θερμότατα για την αντοχή σας και την υπομονή
σας και την καλή σας διάθεση, τη φιλική. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα
ενθαρρυντικά λόγια που μου είπατε και που τα εισπράττω ως μία ένδειξη φιλίας
και ως δήλωση συμμετοχής στην προσπάθεια αυτή.
Έχω κρατήσει αρκετές σημειώσεις από όλες τις παρεμβάσεις, αλλά θα ήμουν
πολύ ευτυχής αν μπορούσα να διαβάσω πιο ολοκληρωμένα κείμενα. Εάν όσοι έλαβαν
το λόγο ή όσοι ήθελαν να τον λάβουν και τελικά σεβόμενοι το χρόνο δεν το έκαναν,
θέλουν να μετάσχουν σ’ αυτό το διάλογο και να πάρουν μέρος σ’ αυτή τη συλλογική
προσπάθεια για τις προγραμματικές επεξεργασίες της χώρας.
Θα παρακαλούσα να το κάνετε με την ψηφιακή αυτή πλατφόρμα που εκ των ενόντων διαμορφώσαμε για να διευκολύνουμε και την μεταξύ σας επαφή, αλλά και την επαφή τη δική σας με μένα και με το επιτελείο του ΠΑΣΟΚ.
Θα παρακαλούσα να το κάνετε με την ψηφιακή αυτή πλατφόρμα που εκ των ενόντων διαμορφώσαμε για να διευκολύνουμε και την μεταξύ σας επαφή, αλλά και την επαφή τη δική σας με μένα και με το επιτελείο του ΠΑΣΟΚ.
Από όλες τις παρεμβάσεις να μου επιτρέψετε να σχολιάσω τρία σημεία:
Πρώτον, η έννοια και ο ρόλος του
διανοουμένου. Τι είναι αυτό που χωρίζει τον επιστήμονα, τον ερευνητή, τον
ειδικό, το δάσκαλο, την καταξιωμένη ακαδημαϊκή προσωπικότητα, τον δημιουργό που
δουλεύει μέσα στο εργαστήριό του από αυτόν που λέγεται διανοούμενος; Η σχέση
του με την κοινωνία, η δυνατότητά του να διατυπώνει δημόσιο λόγο, η ικανότητα
επιρροής, η δυνατότητά του να συμμετέχει στην εθνική αφήγηση υπό συνθήκες όχι
πλέον ραδιοτηλεοπτικές, αλλά διαδικτυακές.
Τώρα δυστυχώς υπάρχει ένας επικίνδυνος, απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα σε
αυτόν που θα έπρεπε να είναι ο οργανικός διανοούμενος και αυτόν που εκ των
πραγμάτων έχει καταλάβει τη θέση και το ρόλο αυτό ως τηλεοπτικό πρόσωπο, ως μία
TV persona ή ως ένας ενεργός
πολίτης του διαδικτύου που κινείται μέσα σε συνθήκες οι οποίες σε πολύ μικρό
βαθμό αποτυπώνουν την κοινωνική πραγματικότητα και σε πολύ μεγάλο βαθμό την
παραποιούν και αισθητικά και ιδεολογικά και εντέλει πολιτικά και ιστορικά.
Αυτό θα ήθελα να το συνδέσω με τη δεύτερη παρατήρηση που απορρέει από τις
συγκλίνουσες παρεμβάσεις των ερευνητών του ΕΚΕ και των άλλων ερευνητικών μας
ιδρυμάτων. Ναι, η χώρα βρίσκεται
αντιμέτωπη με τον ορατό και απτό κίνδυνο του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Όταν βλέπουμε να διαρρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός, όταν βλέπουμε να
διαταράσσονται όλες οι αξιακές παραδοχές και να μην αντικαθίστανται, όταν
βλέπουμε να καταλύεται το βασικό δημοκρατικό πρόταγμα, να ακυρώνονται
ιδεολογικές παραδοχές πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί τους τελευταίους
δυόμισι αιώνες η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και η πολιτική, όταν βλέπουμε η
οργή να εναλλάσσεται με το φόβο και αυτό να μην μετατρέπεται σε έναν πολιτικό
λόγο ολοκληρωμένο, δηλαδή μετατρέψιμο σε πρόταση εξουσίας, σε σχήμα
διακυβέρνησης του τόπου, τότε βρισκόμαστε σε συνθήκες μεσοπολεμικές, συνθήκες
Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Κινδυνεύουμε να βρεθούμε
ενδεχομένως με ένα Κοινοβούλιο εχθρικό προς τον κοινοβουλευτισμό και το
κοινοβουλευτικό σύστημα. Κινδυνεύουμε να μετατρέψουμε την οικονομική κρίση,
η οποία οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής ευθύνης και διορατικότητας, σε μία
κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και τελικά σε μια κρίση κοινωνικής συνοχής και
εντέλει εθνικής συνοχής.
Τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα και πάρα πολύ σκληρά. Οι έρευνες της
κοινής γνώμης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ναι, κι εγώ πιστεύω ότι οι
έρευνες αποτυπώνουν μία στιγμή η οποία δεν είναι η τελική, οι αναποφάσιστοι
είναι πολλοί. Αυτοί που δημοσκοπικά τιμωρούν τα κόμματα σε ένα ηθικό,
συναισθηματικό και επικοινωνιακό πεδίο είναι πολλοί επίσης.
Λειτουργούν οι έρευνες της κοινής γνώμης ως μηχανισμοί διαπαιδαγώγησης
του πολιτικού συστήματος, αλλά κανείς δεν ξέρει ποτέ πώς θα διαμορφωθούν οι
τελικές τάσεις, όταν ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού Σώματος δηλώνει πως θα
αποφασίσει την τελευταία εβδομάδα και το μισό από αυτό δηλώνει ότι θα
αποφασίσει την τελευταία ημέρα, με κριτήρια που μπορεί να είναι κριτήρια εν
πολλοίς εκβιασμένα από καταστάσεις που μπορεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής
περιόδου να διογκωθούν. Και τεχνητά να διογκωθούν.
Μπορεί το παραμικρό γεγονός να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτα φαινόμενα. Ξέρετε,
αυτό που γίνεται σήμερα στην Ελλάδα με το τραγικό συμβάν της αυτοκτονίας του
συνταξιούχου στο Σύνταγμα, συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα παραλλήλως και
ταυτοχρόνως στην Ιταλία, σήμερα, η οποία αντιμετωπίζει συρροή τέτοιων
συμβάντων, τα οποία έχουν τεθεί στο επίκεντρο αυτή τη στιγμή του ιταλικού πολιτικού
λόγου.
Εάν νιώθετε η
καθεμιά και ο καθένας από εσάς ότι είστε εν δυνάμει διανοούμενοι, δηλαδή
ενεργοί πολίτες με άποψη με λόγο, με ικανότητα άρθρωσης ενός αφηγηματικού
ιστορικού λόγου και δεν έχετε τα μέσα, είστε ευνουχισμένοι και ανήμποροι ελλείψει
πρόσβασης στους μηχανισμούς επικοινωνίας, πρέπει να βρούμε τρόπο αυτό το
δυναμικό που υπάρχει, που είστε εσείς, που το προσωποποιείτε, να του
επιτρέψουμε να εκδηλωθεί και αν θέλετε αυτό είναι και το δεύτερο κίνητρο αυτής
της συζήτησης.
Το πρώτο είναι
να μετάσχετε σε μια προγραμματική συζήτηση μεταξύ σας και μαζί μας.
Το δεύτερο είναι
ένα διανοητικό δυναμικό που αργεί και που δεν παρεμβαίνει και ως εκ τούτου
σχεδόν ακυρώνεται, να μπορέσει να εκφραστεί. Και ακυρώνεται γιατί στην
πραγματικότητα έχουν αναπτυχθεί νέες εξαιρετικά αποτελεσματικές και αδιαφανείς,
σε πολύ μεγάλο βαθμό, τεχνικές πολιτικής και ιδεολογικής τρομοκρατίας και
αισθητικής τρομοκρατίας και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία.
Και δεν υπάρχουν
μόνο οι γνωστές και εμφανείς μορφές φόβου, υπάρχουν και λανθάνουσες και
υποδόριες μορφές φόβου. Και θύματα αυτών των μορφών φόβου και εκφοβισμού μπορεί
να είστε και εσείς, να είμαστε και εμείς. Είναι ένας πολιτικός λόγος που
λαϊκίζει, που δημαγωγεί, που απλουστεύει, που αυτοταπεινώνεται και που δεν
μπορεί να τηρήσει το λεπτό όριο μεταξύ ειλικρινούς αυτοκριτικής και μιας
υποκριτικής αυτοταπείνωσης η οποία θέλει απλώς να κολακέψει το ακροατήριο.
Δηλαδή να διεγείρει πολύ ταπεινά ένστικτα και να οικοδομήσει μια πολύ σαθρή
σχέση με την πολιτική.
Άρα, έχει πάρα
πολύ μεγάλη σημασία να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό, είναι εθνικό καθήκον και
δημοκρατική υποχρέωση και επείγουσα προτεραιότητα.
Πρέπει λοιπόν να προστατέψουμε τη
δημοκρατία, την πολιτική, την κοινωνική συνοχή, την εθνική ενότητα. Στην
πραγματικότητα πρέπει να δώσουμε ένα νέο πρόταγμα στην κοινωνία. Πώς θα γίνει
αυτό, σε μια κοινωνία η οποία δεν πιστεύει σε τίποτε και έχει πολλούς λόγους
γι΄ αυτό, δικαιούται να είναι τόσο δύσπιστη και τόσο καχύποπτη και τώρα έχει
γίνει τόσο καχύποπτη που στρέφεται εναντίον του συμφέροντός της. Δηλαδή
εναντίον της ίδιας της ικανότητας του τόπου να σταθεί στα πόδια του και να
ανακτήσει τη θέση που έχει χάσει μέσα στην Ευρώπη, μέσα στον κόσμο, μέσα στην
παγκόσμια κατάταξη, στον διεθνή καταμερισμό κ.ο.κ.
Διατρέχουμε πολύ
μεγάλο κίνδυνο να μετατρέψουμε τώρα για πολλοστή φορά το θεσμικό και πολιτικό
πρόβλημα σε οικονομικό. Το είδαμε ήδη τα τελευταία χρόνια, το πολιτικό πρόβλημα
της χώρας να μετατρέπεται σε ένα πρόβλημα αναπτυξιακό, οικονομικό,
δημοσιονομικό. Αυτό έγινε τελικά ένα πρόβλημα εθνικό, γιατί τρώθηκε η εθνική
κυριαρχία, σε ένα πρόβλημα κοινωνικό γιατί διερράγη η κοινωνική συνοχή.
Έχουμε μια πολλαπλή κρίση, η οποία είναι
τελικά κρίση εμπιστοσύνης, κρίση ηθική. Η ηθική κρίση μετατρέπεται σε κρίση
πολιτικής νομιμοποίησης, το πολιτικό πρόβλημα ξαναγίνεται τώρα το πιθανό αίτιο
ενός ακόμη μεγαλύτερου οικονομικού προβλήματος, είμαστε δηλαδή στα πρόθυρα ενός
μεγαλύτερου φαύλου κύκλου. Πρέπει να σπάσουμε το φαύλο κύκλο. Πρέπει η κρίση να
μην εκκολάψει το αυγό του φιδιού, να μην το εκκολάψει πλήρως.
Γι’ αυτό και ο
αγώνας κατά της ακροδεξιάς, ο αγώνας υπέρ του κράτους δικαίου, υπέρ των
δικαιωμάτων, υπέρ των αξιών μας και των ιδεολογικών και ηθικών προταγμάτων μας
είναι ένας αγώνας που δεν αφορά μια πολιτική οικογένεια, δεν επιχαίθρει το
ΠΑΣΟΚ επειδή εμφανίζονται τέτοια φαινόμενα στο χώρο της συντηρητικής ή της
άκρας δεξιάς. Όχι καθόλου, μα καθόλου.
Από την άλλη
μεριά, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα με αυτό που λέγεται αριστερός προοδευτικός πολιτικός λόγος. Αριστερός προοδευτικός
λόγος είναι ο λόγος που δεν ολοκληρώνεται; Ο μη ολοκληρωμένος πολιτικός λόγος;
Αυτός που δεν οδηγεί σε μια υπεύθυνη εφαρμόσιμη πρόταση για την έξοδο από την
κρίση; Για το σεβασμό στις θυσίες των Ελλήνων πολιτών; Για τη διαφύλαξη του
αποθέματος που έχει δημιουργηθεί μέσα από τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών;
Ποιος είναι
αριστερός λόγος; Αριστερός είναι ο λόγος που απαντά σε ψευδή διλήμματα ή κάνει
επιλογές, οι οποίες είναι επιλογές χωρίς κόστος; Επιλογές του τύπου «ναι
είμαστε με την Ευρώπη, ναι θέλουμε την Ελλάδα στο ευρώ αλλά δεν θέλουμε το
πρόγραμμα, δεν θέλουμε δεσμεύσεις, δεν θέλουμε τη δανειακή σύμβαση με τους
όρους της ή θέλουμε μόνο το δάνειο χωρίς τους όρους»;
Είναι αυτό μια
λύση; Είναι αυτό μια υπεύθυνη στάση; Είναι αυτό μια ρεαλιστική εκτίμηση; Είναι
αυτό αληθινό και άρα εθνικό; Είναι η αλήθεια η οποία καθίσταται επαναστατική;
Όχι, δεν είναι. Όλο αυτό βασίζεται σε μια ψευδή υπόθεση πως η κυβέρνηση θα
υπάρχει, κάποιοι θα σηκώνουν το βάρος των αποφάσεων και άρα θα εισπράττουν το
τεράστιο και δυσανάλογο κόστος και κάποιοι άλλοι θα είναι στην ασφαλή θέση
αυτού που σχολιάζει την πραγματικότητα αλλά εντός πολιτικού συστήματος.
Άρα υπάρχουν
λίγοι οι οποίοι επωμίζονται την ευθύνη της διαχείρισης και άρα της σύγκρουσης
με την πραγματικότητα και πολλοί οι οποίοι μοιράζονται τον ευχάριστο και εύκολο
ρόλο του σχολιασμού και της κριτικής είτε εντός κοινοβουλευτικού και ευρύτερα
πολιτικού συστήματος είτε στις παρυφές του ως επιχειρηματίες, ως δημοσιογράφοι,
ως αναλυτές, ως σχολιαστές, ως κληρικοί. Δικαιούνται να διατυπώνουν τις
παρατηρήσεις τους, τις ευχές τους, δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους καμία
ευθύνη για τίποτα, δε νιώθουν την ανάγκη, δεν είναι ο ρόλος τους, να προτείνουν
πώς θα γίνει τι, πότε, πώς αυτό θ’ αξιολογηθεί.
Και βρισκόμαστε
αντιμέτωποι με μια εξαιρετικά άνιση και ως εκ τούτου αντιπαραγωγική κατανομή
ρόλων μέσα στην κοινωνία. Μα, η κοινωνία αυτή δεν μπορεί ν’ αντέξει. Αυτό είναι
ένα βαθύ πρόβλημα δημοκρατίας, πολιτικής και τελικά εθνικής στρατηγικής.
Γι’ αυτό θέλω να
σας κινητοποιήσω, να σας παρακαλέσω να πάρετε μέρος σ’ αυτή την προσπάθεια, την
οποία πρέπει να την υιοθετήσετε ως ατομική υπόθεση τελικά. Διότι εδώ πρόκειται για μια μάχη
ιδεολογικών, πολιτικών και αξιακών χαρακωμάτων, όσο και αν αυτό φαίνεται
περίεργο. Οι συνθήκες είναι πολεμικές. Και πρέπει να διασφαλίσουμε το μέλλον
της κοινωνίας, το μέλλον του τόπου, τη δυνατότητα ανάκαμψης και κυρίως να
σεβαστούμε αυτό που αναγκάσαμε τους πολίτες να κάνουν τα προηγούμενα δυόμισι
χρόνια. Να υποστούν περικοπές. Όχι περικοπές στους μισθούς, στις συντάξεις, τα
επιδόματα, τα εισοδήματα, τις θέσεις εργασίας, αλλά περικοπές στα σχέδια ζωής,
τις ελπίδες.
Αυτό το έλλειμμα αισιοδοξίας, αυτή η κρίση
αυτοπεποίθησης, αυτή η συλλογική θλίψη που αναδύεται μέσα από μια κοινωνία η
οποία νιώθει να χάνει τον παράδεισο. Αλλά υπήρξε η Εύα που προσέφερε τον
απαγορευμένο καρπό; Ποιος έχει το ρόλο του Αδάμ; Ποιος είναι ο
απαγορευμένος καρπός και ποιος είναι αυτός που οδήγησε τον πρωτόπλαστο Έλληνα
της μεταπολιτευτικής ευφορίας από τον παράδεισο της αθανασίας στο θνητό και
δύσκολο κόσμο της φθοράς και του αδιεξόδου;
Φταίνε μόνον οι πολιτικοί, τα κόμματα, οι κυβερνήσεις; Θα έλεγα ότι
φταίνε πάρα πολύ, γιατί δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν ως συλλογικοί
διανοούμενοι, γιατί δεν μπόρεσαν διαπαιδαγωγήσουν, γιατί δεν είχαν
διορατικότητα, γιατί δεν ανέλαβαν εγκαίρως τις ευθύνες τους.
Όλα αυτά θα πρέπει να τα λέω σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο γιατί έχω κι εγώ
προσωπική ευθύνη, αλλά από ένα σημείο και μετά πρέπει να ξαναγράψουμε τους
όρους λειτουργίας του τόπου και να ξαναγνωριστούμε μεταξύ μας. Και αυτό αν
είναι η δουλειά του πραγματικού διανοούμενου, τώρα που έχουμε συντακτικό έργο,
όχι με τη νομική έννοια του όρου, τη
θεσμική αλλά με την ιστορική έννοια του όρου.
Έχουμε ένα συντακτικό έργο να επιτελέσουμε, αλλά όλα αυτά είναι δύσκολα,
διότι τώρα πρέπει να σκεφτούμε τα πάντα. Την προσωπική μας διαδρομή, τη
διαδρομή των διπλανών μας, το πώς τοποθετούμαστε μέσα στην κοινωνία, μέσα στο
Πανεπιστήμιο, μέσα στην έρευνα, μέσα στην τέχνη, μέσα στην αγορά. Πρέπει να
αξιολογήσουμε και τον εαυτό μας.
Η αξιοκρατική προσέγγιση ξεκινάει από μία αυτοαξιολόγηση που πρέπει να
γίνει, και αυτά είναι πράγματα εξαιρετικά απαιτητικά και δύσκολα, και όταν
προσπαθούμε να τα συμπιέσουμε στις ανάγκες του προεκλογικού λόγου και στις
σκοπιμότητες μιας εκλογικής μάχης -γιατί πρέπει να πάνε οι πολίτες να ψηφίσουν
και να διαμορφωθούν συσχετισμοί και να κυβερνηθεί ο τόπος και να διαλέξει και
αυτόν που πρέπει να ασκεί την πολιτική διεύθυνση και αυτούς που μαζί του πρέπει
να διαχειριστούν την τύχη της χώρας, πρέπει να σκεφτούν όλοι πάρα πολύ
προσεκτικά. Πάρα πολύ προσεκτικά, διότι τώρα δεν παίζουμε και δεν υπάρχουν
περιθώρια επανόρθωσης.
Θα μου πείτε: και ποιος είναι ο κίνδυνος; Είναι μεγάλο –λένε κάποιοι- το
κόστος διάσωσης και άρα δεν θα μας αφήσουν να πέσουμε. Αυτό προϋποθέτει μία
Ευρώπη και μία διεθνή οικονομία ορθολογική, πειθαρχημένη που λειτουργεί
εμπρόθεσμα και αποτελεσματικά.
Σας διαβεβαιώ από την εμπειρία που έχω αποκομίσει, η οποία είναι πυκνή
και πικρή, πως αυτό δεν υπάρχει. Πως όλα μπορεί να γίνουν μέσα από μία
ετερογονεία των σκοπών και να γίνουν μεγάλα λάθη χωρίς να υπάρχει κανένας
απολύτως σχεδιασμός.
Διότι, όπως σκεφτόμαστε με όρους πολιτικού κόστους και τοπικής πολιτικής
στην Ελλάδα, έτσι σκέφτονται παντού. Και καθώς έχουμε 27 διαφορετικούς
εκλογικούς κύκλους στην Ευρώπη, 17 στην Ευρωζώνη και είμαστε μέσα σε έναν
διαρκή κυλιόμενο συνασπισμό και υπό διαρκή εκλογική κρίση και αμφισβήτηση σε
όλες τις χώρες και όπως έχουμε κυβερνήσεις οι οποίες σκέφτονται όπως
σκεφτόντουσαν και σκέφτονται και οι δικές μας κυβερνήσεις, με όρους
συγκυριακούς (γιατί κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί με όρους ιστορικούς πλην
εξαιρέσεων πολύ πυκνών στιγμών όπως αυτές που ζούμε στην Ελλάδα), δεν μπορεί να
κάνει αυτή την ανύψωση και την αφαίρεση και να σκεφτεί με όρους μακρού
ιστορικού χρόνου. Είναι υπεράνθρωπο αυτό να το ζητάς από το πολιτικό προσωπικό
της Ευρώπης ή του δυτικού κόσμου.
Καθώς λοιπόν βρισκόμαστε μέσα σε αυτήν την περιδίνηση, μπορεί να γίνει
μεγάλη ζημιά, την οποία να πληρώσει η χώρα και να την πληρώσει με τεράστιο
κόστος για όλους επί δεκαετίες. Αλλά μου λένε οι επικοινωνιακοί σύμβουλοι:
πείτε μας μια κοινωνική ομάδα η οποία ωφελήθηκε τα τελευταία δυόμισι χρόνια να
την προβάλλουμε σε ένα τηλεοπτικό σποτ.
Τι να προβάλλεις; Να προβάλλεις τον άνεργο που θα βγει και θα πει ότι
είμαι ένας από ένα εκατομμύριο ανέργους, αλλά σας ευχαριστώ γιατί οι άνεργοι
δεν είναι 2 εκατομμύρια, αν αφήναμε τη χώρα να πέσει στα βράχια της μη
εφαρμογής του προγράμματος; Τι να βγει; Να βγει ο υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών
και να πει : σας ευχαριστώ που μου κόψατε τις αποδοχές μόνο 50%, διότι θα
μπορούσατε να μη μου καταβάλλετε καθόλου αποδοχές εάν δεν παίρναμε τις δόσεις,
και έπρεπε να κάνουμε βίαιη προσαρμογή σε πρωτογενές πλεόνασμα την επόμενη
ημέρα; Ποιος να βγει;
Ποιος είναι αυτός που αντιλαμβάνεται το εθνικό συμφέρον, και μάλιστα το
απώτερο συμφέρον του τόπου, όχι το άμεσο, το εξοφλητέο άμα τη εμφανίσει; Άρα
χρειάζεται μία επεξήγηση, χρειάζεται μία διαμεσολάβηση. Χρειάζεται κάποιος να
τα πει όλα αυτά και να τα πει και βιωματικά, να τα πει και επιστημονικά και
θεωρητικά και ιδεολογικά και αισθητικά. Αυτός είναι ο ρόλος σας και σ’ αυτό
θέλουμε τη βοήθειά σας. Και σας ευχαριστώ εκ των προτέρων γιατί είμαι βέβαιος
ότι θα αντιδράσετε και θα μας βοηθήσετε με αποτελεσματικό και μαζικό τρόπο. Σας
ευχαριστώ πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου