Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

ΚΑΛΛΙΜΑΧΕΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΎΜΝΟΥ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ


του Κώστα Κυριάκη


Εισαγωγή
Η αποσύνθεση του κοινωνικοπολιτικού οργανισμού της πόλης-κράτους και η εδραίωση γεωγραφικά εκτεταμένων μοναρχικών βασιλείων συνοδεύτηκε από μια αλλαγή νοοτροπίας, η οποία αντανακλάται στην ανάδυση της μέριμνας του υποκειμένου για τον εαυτό του. 



Η νέα ιστορικοκοινωνική πλαισίωση, που διαδέχτηκε τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου και τις διαμάχες των επιγόνων, εξασθένησε τα κεντρικά σημεία αναφοράς του ανθρώπου, που του εξασφάλιζε το υποστηρικτικό σύστημα της πόλης-κράτους, και η συντελούμενη αλλαγή κλίμακας πριμοδότησε με θετικό πρόσημο την εμπειρία των αισθήσεων ως προϋπόθεση εγκυρότητας. 

Παράλληλα, μετατοπίζονται και τα κέντρα εξουσίας στις πόλεις-πρωτεύουσες των ελληνιστικών βασιλείων, που μετατρέπονται σε κυψέλες καλλιτεχνικής δραστηριότητας και παραγωγής, αφού οι ηγεμόνες επιθυμούν να δημιουργήσουν συνεκτικούς ιστούς ανάμεσα στις ομάδες εποίκων[1] διαφορετικής προέλευσης που εισρέουν στην επικράτειά τους και συγχρόνως να τονίσουν τη διαφοροποίησή τους από το ντόπιο πληθυσμό. Μέσα σε αυτές τις προϋποθέσεις ο ποιητικός λόγος γίνεται πράξη που αφορά στη γλώσσα και δεν έχει σχέση με την αναπαράσταση της πραγματικότητας. 

Η εντύπωση της πραγματικότητας είναι η εντύπωση του κειμένου. Έτσι, στη θέση της πραγματιοκότητας έχουμε σημειολογικά μια νοητική της αναπαράσταση, η οποία προσδιορίζεται από τη γλωσσική έκφραση και τους τρόπους εκφοράς της.


Καλλιμάχεια ποιητική
Ο νέος κόσμος στίζεται από επιθυμία ανανέωσης προς όλες τις κατευθύνσεις. Στην Αλεξάνδρεια, οι Πτολεμαίοι θα ιδρύσουν το Μουσείον και μέσα σε αυτό θα δημιουργήσουν τη βιβλιοθήκη, όπου θα συγκεντρωθεί ο πλούτος της ελληνικής (και όχι μόνο) γραμματείας.[2] 


Λόγιοι από διαφορετικές περιοχές θα συγκλίνουν προς αυτό το νέο κέντρο των Μουσών και με συστηματική εργασία θα αναπτύξουν τη φιλολογική επιστήμη, που θα αποτελέσει τον βατήρα του ανανεωτικού εγχειρήματος του ποιητικού λόγου. Η ποίηση θα αποκτήσει έναν λόγιο χαρακτήρα, καθώς θα αφορμάται από βιβλιακές και αναγνωστικές προϋποθέσεις, απευθυνόμενη σε ένα λόγιο κοινό, το οποίο μπορεί να εκτιμήσει την εκλεπτυσμένη σοφία της.[3] 

Έτσι, παρόλο που προσοικειώνεται θέματα καθημερινά και συνηθισμένα, ο τρόπος που τα πραγματεύεται ανοικειώνει το κοινό και αποκλείει αθρόες λαϊκές μάζες από τα δημιουργήματά της.
Εμβληματική μορφή της νέας ποίησης είναι ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (περ. 305-240 π.Χ.), που έζησε τα περισσότερα χρόνια του βίου του στην Αλεξάνδρεια. Η αισθητική του θεωρία συνάγεται από τον πρόλογο των Αιτίων και από τον επίλογο του Ύμνου στον Απόλλωνα. Έτσι, η διατύπωση της ποιητικής του θεωρίας γίνεται με τρόπο μεταφορικό, αφού δεν διατυπώνεται σε ένα κείμενο περί αισθητικής αλλά σε ένα ποιητικό κείμενο που παράγει συστοιχίες εικόνων και συμβόλων. 


Ο πρόλογος των Αιτίων «συνδυάζει το θυμό της λογοτεχνικής πολεμικής, την τεχνική περίσκεψη μια διακήρυξης αρχών ποιητικής και την εξομολογητική έγκλιση της αυτοβιογραφίας».[4] Ο εννοιολογικός σκελετός του οικοδομείται πάνω στα συνώνυμα και στα συγγενικά των λέξεων λεπτός και λεπταλέος (στ. 11, 14) : η συντομία (στ. 5), η ολιγοστιχία (στ. 9), η γλυκύτητα (στ. 11, 16). Όλα στοχεύουν στην ποσοτική σμίκρυνση και στο ποιοτικό αποτέλεσμα. 

Με την πρώτη ο Καλλίμαχος μελετά την ανατροπή της ποιητικής που συνέχει το παραδοσιακό έπος, ενώ το δεύτερο εξαρτάται από τον ευρηματικό χειρισμό κάθε λέξης, που ως μικροστοιχείο του κειμένου θα συμβάλλει στο τελικό αποτέλεσμα με την αυτόνομη αξία του. Το κέντρο βάρους του προλόγου βρίσκεται στους στίχους 17-18, όπου απορρίπτεται, ως κριτήριο αξιολόγησης της τέχνης, η έκταση του ποιητικού κειμένου και στη θέση της εγκαθίσταται η «σοφία», δηλαδή η ίδια η τέχνη. 

Έτσι, το μέσο μετατρέπεται σε σκοπό. Με αυτόν τον τρόπο θα ελέγχονται οι συνθήκες εκφοράς και πρόσληψης του «πάθους» και του «ύψους». Η ποίησή του δεν θα ακολουθήσει τον «πλατύν οίμον» αλλά την «άτριπτον κέλευθον» καθ’ υπόδειξιν του Λύκιου Απόλλωνα.
 

Στον επίλογο του Ύμνου στον Απόλλωνα ο Καλλίμαχος δια στόματος, πάλι, του θεού επαναλαμβάνει την πεποίθησή του για την υπεροχή των ολιγόστιχων ποιημάτων. Ο ασσυριακός ποταμός που «έλκει τα λύματα της γης» σε αντιπαράθεση με τις «λίγες σταγόνες που αναβλύζουν καθαρές και άχραντες από ιερή πηγή» αποδίδει συμβολικά την εναντιωματική σχέση της ποσότητας και της ποιότητας. Για τον Καλλίμαχο η καλλιτεχνική αξία ενός έργου δεν είναι συνάρτηση της έκτασής του αλλά της μορφής του, δηλαδή του τρόπου της πραγμάτευσής του.


Ανάλυση της δομής του Ύμνου στον Απόλλωνα
Ο Ύμνος στον Απόλλωνα του Καλλίμαχου «υιοθετεί τη σφραγίδα του αντίστοιχου ομηρικού ύμνου»,[5] ωστόσο η πληθώρα των μετατροπών, προσθηκών και μεταθέσεων του τόνου τον διαφοροποιεί από αυτόν.[6] 


Η λεπτή επεξεργασία του υλικού σε όλες τις λεπτομέρειές του διαμορφώνει ένα ποιοτικά υψηλό πνευματώδες κείμενο, στο οποίο αποτυπώνεται έκτυπα η ποιητική του Καλλίμαχου: ένταση μεταξύ οικείου και υψηλού και παράλληλα σμίκρυνση του υψηλού, σχόλια που διασπούν τη μυθοπλασία της αφήγησης, εννοιολογική ρευστότητα και απουσία υφολογικής ενότητας, γλωσσηματική στίξη και ειρωνική αντίστιξη, ρινίσματα και ερανίσματα από ποικίλα κείμενα που παίζουν επιδέξια με την αναφορά και την απόκλιση επιδιώκοντας την διάψευση των προσδοκιών του αναγνώστη και το κέντρισμα του αναγνωστικού ενδιαφέροντος.
 


Ο Ύμνος στον Απόλλωνα «δραματοποιεί» μια περιγραφή της γιορτής του Απόλλωνα, κατά τη διάρκεια της οποίας υποτίθεται ότι απαγγέλλεται ο ύμνος αυτός. Δομικά ο ύμνος περιλαμβάνει: προοίμιο (στ.1-8), κεντρικό τμήμα (στ. 9-104) και επίλογο (στ. 105-114). Στο προοίμιο δηλώνεται το όνομα του θεού προς τον οποίο είναι αφιερωμένη η ωδή και διατυπώνεται η αναγγελία έλευσής του, η επιδημία του, μέσα από την εκδήλωση υπερφυσικών φαινομένων. Τα ιερά σύμβολα του Απόλλωνα (η δάφνη, ο φοίνικας της Δήλου και ο κύκνος) προδιαθέτουν για την επερχόμενη παρουσία του, ενώ ο ίδιος ο θεός χτυπάει τις πύλες του ναού του. Ο άψυχος και έμψυχος κόσμος προετοιμάζεται για την υποδοχή του θεού. Το προοίμιο αντανακλά τη διάθεση του πανηγυριού και του θαύματος της «επιφάνειας». 


Στο κεντρικό τμήμα του ύμνου πραγματοποιείται η επιδημία του Απόλλωνα και περιγράφονται λατρευτικές εκδηλώσεις και φαινόμενα που συνδέονται με την έλευσή του (στ. 11-24). Στη συνέχεια ακολουθεί η εξύμνηση του θεού με αναφορές στην ισχύ, στα χαρακτηριστικά της μορφής και στις ιδιότητές του: εκάεργος, τοξότης, μάντης, προστάτης νυμφών, δάσκαλος ιατρών. Ωστόσο, παρατηρείται μια τάση για ανατροπή των καθιερωμένων αξιών με τη σμίκρυνση των θεϊκών χαρακτηριστικών και την καθήλωσή τους σε ανθρώπινες διαστάσεις (στ. 35-39), με τη συμπλοκή του μίμου και του λυρισμού. Η δράση του Απόλλωνα συνεχίζεται μέσα από περιστατικά που συνδέονται και με άλλες ιδιότητες που του έχουν αποδοθεί: Νόμιος (:επόπτης ποιμνίων), θεμελιωτής πόλεων, Κάρνειος. 


Η αφήγηση σπάνιων ή παραμελημένων επεισοδίων, όπως εκείνο που περιγράφει την πρώτη θεμελίωση πόλης από τον τετράχρονο θεό (στ. 58-59), είναι χαρακτηριστική της φιλολογικής σκευής του ποιητή που μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο στους στίχους 69-96, όπου παρατίθενται ιστορικές και γεωγραφικές πληροφορίες, οι οποίες υπομνηματίζουν τις αρχαιογνωστικές έρευνες του ποιητή και την πλατιά του γνώση. Η επίδειξη πολυμάθειας γίνεται όχι για να διδάξει αλλά για να τέρψει και να προκαλέσει την έκπληξη και την φιλολογική περιέργεια. Άλλωστε, κύριος στόχος του είναι η παγίδευση του αισθήματος με το σημασιολογικό εύρος των λεξιλογικών σχέσεων και των διακειμενικών παραπομπών. 

Έτσι, ο αναγνώστης αντιμετωπίζει με κατανόηση την ποικιλία των φαινομένων της ζωής ενός πολυμορφικού κόσμου. Η αυτοβιογραφική έγκλιση παρατηρείται στις αναφορές για την γενέτειρά του, την Κυρήνη, και τον ιδρυτή της, τον πρόγονό του, Βάττο. Εδώ ανιχνεύεται ένα πολιτικό χρώμα και ένας πλάγιος υπαινιγμός στις σχέσεις Κυρήνης και Αιγύπτου. 

Παράλληλα, στους στίχους 26-27 παρεμβάλλεται μια διακριτική υπόμνηση υπέρ της προσάρτησης της Κυρήνης στην Αίγυπτο.
 


Στον επίλογο, ο Καλλίμαχος επικαλείται τη σχέση του θεού Απόλλωνα με τη μουσική και την ποιητική τέχνη για να προβάλλει τις προσωπικές αισθητικές του επιλογές ως θεϊκές επιταγές. Οι απόψεις του διατυπώνονται πλάγια και παραπέμπουν στο λόγιο χαρακτήρα της γραφής του. 

Η φιλολογική εκζήτηση των εκφραστικών μέσων εμφανίζεται ως αυτοσκοπός που επιτυγχάνεται τόσο από την ευρυμάθεια όσο και από τη χρήση σπάνιων λέξεων, όπως για παράδειγμα: όρπηξ, χέλυς, κινύρεται, οϊζυρόν, εέρσην, νάπη, αοσσητήρ, διερός, λιβάς. Η ανεύρεση και η χρήση τους προϋποθέτει ένα ειδικό βάρος στην υλική τους αξία, δηλαδή τον ήχο και τη λάμψη τους, και μια παιγνιώδη παραλλαγή τους, που θα δημιουργήσουν το ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα. 

Άλλωστε, ο γλωσσικός υλισμός παραπέμπει στην «οικεία ηδονή» της νέας ποίησης.
Ως προς το γενικό σχέδιο δόμησης του ύμνου επισημαίνεται η υπονόμευση του ενιαίου μύθου με τις άνισες αφηγηματικές εστιάσεις και τις έκκεντρες παρεκβατικές ροπές, ωστόσο, η μορφή του Απόλλωνα που πλαισιώνει την αφήγηση κινούμενη σε διαφορετικές χωροχρονικές διαστάσεις εξασφαλίζει μια επίφαση ενότητας στο ποιητικό αποτέλεσμα, που έχει ως συνεκτικό του αρμό το αιτιολογικό περιεχόμενο της αφήγησης.


Καλλίμαχος και παράδοση
Το έργο του Καλλίμαχου προϋποθέτει «την προηγούμενη ποίηση όχι απλώς ως δεδομένο συντελεστή μιας ενιαίας και εξελισσόμενης παράδοσης αλλά και ως ετερώνυμο πόλο στο πλαίσιο μιας αναθεώρησης του ποιητικού λόγου και ως γνώμονα μιας ενδοποιητικής και αυτοαναφορικής στροφής, για την οποία συνηγορεί ένας συνδυασμός μετακλασικής αυτοσυνειδησίας, λόγιου κορεσμού και νέων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών».[7] 


Έτσι, δεν επιδιώκει τη διαφοροποίηση και τη ρήξη με την παραδοσιακή ποίηση αλλά τη δημιουργική της αφομοίωση και εκμετάλλευση για να δώσει νέα εμπνοή στον ποιητικό λόγο, καινούριες φόρμες και νέα θεματολογία, με την υπαινικτική ανάληψη του παραδοσιακού επικού υλικού.
 


Την ποίησή του διατρέχει η διαλεκτική της σύγκλισης και της απόκλισης. Οικειώνεται τον Όμηρο και ταυτόχρονα τον ανοικειώνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ύμνος στον Απόλλωνα, όπου συμπλέκει «τον γνήσιο θρησκευτικό τόνο με τη λαϊκή και τη λαογραφική άποψη, τους πασίγνωστους Πανελλήνιους [sic!] μύθους με τους λιγότερο γνωστούς τοπικούς».[8] 

Οι διεμβολισμοί του κειμένου με τραγικές ή λυρικές λέξεις, η απάλειψη των τυπικών επιθέτων και οι σημασιολογικές μετατοπίσεις ενσωματώνουν στους στίχους βιβλιογραφία, κριτική επιλογή και ερμηνεία. Η συστηματική χρήση της διακειμενικότητας με την απορρόφηση ή την αφομοίωση παλαιότερων κειμένων εκφράζει από τη μια μεριά την αγωνία του μπροστά στην επίδραση της παράδοσης και από την άλλη την τάση του για παιχνίδι, με την ανάμιξη διάφορων θεματικών και στυλιστικών στοιχείων, την απαξίωση των ειδολογικών διακρίσεων, την απουσία αντικειμενικών στόχων και δεσμεύσεων, την μεταγλωσσική, ηδονιστική και δραματοποιημένη χρήση του γράφειν. 

Έτσι, ο αναγνώστης «πρέπει να μάθει να θεωρεί αληθές το κατοχυρωμένο στις πηγές του μύθου. Η εμφάνιση αυτή καθεαυτή της έννοιας του αληθινού […] είναι ειρωνικό νεύμα».[9]
Μέσα από την συνομιλία με την παράδοση και τις ρηγματώσεις του παραδοσιακού μύθου επιτυγχάνεται η μεγέθυνση του μερικού σε βάρος του συνολικού και έτσι η ποίησή του είναι έμπεδη στην υπαρξιακή φυσιογνωμία του ελληνιστικού κόσμου.

Επίλογος
Η ποίηση της ελληνιστικής εποχής, με κέντρο την Αλεξάνδρεια και την αυλή των Πτολεμαίων, εκφράζει το πολυμορφικό περιβάλλον της εποχής και ανανεώνεται εκφραστικά και ειδολογικά (πολυειδία). Ο Καλλίμαχος, εμβληματική φυσιογνωμία της νέας ποίησης, με την «λεπταλέην Μούσαν» του αναθεωρεί το παραδοσιακό επικό υλικό και προβάλλει την «σωματικότητα» της ποίησής του, που τρέφεται από διακειμενικές παραπομπές και φιλολογικό εγκυκλοπαιδισμό. Έτσι, απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό που γνωρίζει «και η φορά της διαδικασίας δεν είναι προς το αναπεπταμένο πεδίο του βίου αλλά προς τις απόμερες υποσημειώσεις των βιβλίων».[10]


         


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Θ. Παπαγγελής, Η ποιητική των Ρωμαίων «Νεωτέρων», Αθήνα: ΜΙΕΤ 1994.
Θ. Παπαθανασόπουλος, Καλλιμάχου Ύμνοι, Αθήνα: Νεφέλη 1996.
Β. Φυντίκογλου, «Γενικά χαρακτηριστικά της ελληνιστικής εποχής» στο: Γράμματα Ι: Αρχαία ελληνική κ.αι βυζαντινή φιλολογία, τ. Β’, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική περίοδος, Πάτρα: ΕΑΠ 2001.
Β. Φυντίκογλου, Καλλίμαχος, στο: Γράμματα Ι: Αρχαία ελληνική και βυζαντινή φιλολογία, τ. Β’, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική περίοδος, Πάτρα: ΕΑΠ 2001
Heinz-Guenther Nesserlath (επιμ.), Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία, τ. Α’, Αρχαία Ελλάδα, μτφ. Ι. Αναστασίου, Ι. Βάσση κ.ά., Αθήνα: Παπαδήμας 2001
Συμβουλεύτηκα, επίσης, σιωπηρά τα κάτωθι γενικά ή ειδικά συγγράμματα:
A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφ. Α. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη 1990 (Ε’ έκδ.).
S. Said, Η ελληνιστική λογοτεχνία, μτφ. Φ. Βρανίκου, Αθήνα: Δαίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος χ.χ.
B. Snell, «Τέχνη και παιχνίδι στον Καλλίμαχο» στο Η ανακάλυψη του πνεύματος, μτφ. Δ. Ιακώβ, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1986.
F. W. Walbank, Ο ελληνιστικός κόσμος, μτφ. Τ. Δαρβέρης, Θεσσαλονίκη: Βάνιας 1999 (α’ ανατ.). 
Το ανάρτησα από http://constantinoskyriakis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: