Τρίτη 29 Απριλίου 2014

ΛΑΘΟΣ ΣΤΙΧΟ ΔΙΑΛΕΞΕ Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ

ΦΕΛΝΙΚΟΣ
Άκουσα, χθες βράδυ στα δελτία ειδήσεων, ότι ο Βενιζέλος απάντησε στα όσα είπε ο Γ. Παπανδρέου, στην παρουσίαση του βιβλίου της Μαριλένας Κοππά, με τον ακροτελεύτιο στίχο του ποιήματος «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου: «στρατηγέ/τι ζητούσες στη Λάρισα/συ/ένας/Υδραίος». Μάλιστα οι καλοί συνάδελφοι του πολιτικού ρεπορτάζ και οι σχολιαστές στα τηλεπαράθυρα θεώρησαν την απάντηση εύστοχη και πνευματώδη. Και λογικό είναι, οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι είναι και όχι κριτικοί ποίησης.

Όποιος όμως συνεβούλευσε τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως να καταφύγει στον «Μπολιβάρ» μάλλον ξέρει τον στίχο, αλλά όχι το ποίημα. Αυτό είναι γραμμένο στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής και ο ήρωας που οραματίζεται ο ποιητής είναι εκείνος που θα αντισταθεί όχι μόνο στην τρέχουσα στρατιωτική κατοχή, αλλά και σε καθετί άλλο που ελέγχει και υπονομεύει τη ζωή του. Πέρα πάντως από τη δεσπόζουσα μορφή του λατινοαμερικάνου επαναστάτη και ήρωα Μπολιβάρ, στο ποίημα εξυμνείται και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, το ελληνικό ανάλογο του ανεξάρτητου και ηρωικού πνεύματος, ενώ πρόδηλη είναι και η παρουσία του ίδιου του ποιητή.

Ο ποιητής προτάσσει ένα σύντομο απόσπασμα του Πλουτάρχου από το έργο Βίοι Παράλληλοι και ειδικότερα από τη βιογραφία του μυθικού βασιλιά της Αθήνας, Θησέα. Το εν λόγω χωρίο, μεταφρασμένο, έχει ως εξής: Μετά από χρόνια κι άλλα παρακίνησαν τους Αθηναίους να τιμούν το Θησέα ως ήρωα, και το ότι αρκετοί από εκείνους που μάχονταν στο Μαραθώνα ενάντια στους Μήδους νόμιζαν πως είδαν μπροστά τους το φάσμα του Θησέα, ενόπλου, να στρέφεται κατά των εχθρών.

Η επιλογή του συγκεκριμένου αποσπάσματος σχετίζεται με τη σκέψη του ποιητή πως ένα πρόσωπο μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο και ως καίρια πηγή έμπνευσης για τους άλλους ανθρώπους. Η εμφάνιση του φάσματος του Θησέα -αναλογικά, η ιδέα και μόνο του δυνατού ήρωα- ενισχύει το σθένος των Ελλήνων απέναντι στον ισχυρό εχθρό. Αντιστοίχως, το παράδειγμα του Μπολιβάρ θα μπορέσει ενδεχομένως να εμπνεύσει τους τώρα δοκιμαζόμενους Έλληνες στην προσπάθειά τους να υπομείνουν την ξενική κατοχή, αλλά και στη μετέπειτα αναζήτηση της νέας ταυτότητάς τους.

Ο ποιητής επιθυμεί να υμνήσει τους γενναίους και ελεύθερους ανθρώπους εκείνους που με τη δύναμη της ψυχής τους κατορθώνουν να αντισταθούν σε κάθε λογής περιορισμούς.

Η ελευθερία που συγκινεί τον ποιητή είναι αυτή που ωθεί το άτομο να δει την αλήθεια της ζωής χωρίς να δεσμεύεται από εσωτερικούς ανασταλτικούς παράγοντες, όπως είναι ο φόβος ή η έλλειψη πίστης στη δύναμη της ατομικής και πολύ περισσότερο της συλλογικής προσπάθειας, η μικροπρέπεια ή η έλλειψη διορατικότητας.

Οι άνθρωποι, λοιπόν, που κατορθώνουν να ζήσουν με πλήρη γενναιότητα, χωρίς να καταβάλλονται από τις συνήθεις ελλείψεις της ανθρώπινης φύσης∙ οι άνθρωποι που αποζητούν τη δικαίωση και την εξύψωση του συνανθρώπου και όχι αναγκαία του ομοεθνή∙ οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται πως δε χωριζόμαστε πια σε έθνη αλλά σε οικονομικά ισχυρούς και σε οικονομικά ασθενείς, σε κρατούντες και σε καθοδηγούμενους, και στρέφουν τους αγώνες τους όχι υπέρ του κράτους και τους έθνους, αλλά υπέρ του ανθρώπου, αξίζουν κάθε πιθανή έκφραση θαυμασμού.

Για τους ξεχωριστούς αυτούς ανθρώπους, τους ελεύθερους σε κάθε επίπεδο, αξίζουν τα πιο ελεύθερα λόγια -όσο κι αν αυτά δε γίνουν απ’ όλους κατανοητά-, αξίζουν τα πιο μεγάλα και τα πιο δυνατά λόγια, αλλά κι η σιωπή. Μπροστά σε αυτούς τους ανθρώπους υποτάσσεται κάθε στοιχείο κι όλα όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν θα πρέπει να τους αφιερώνονται, γιατί η ζωή εν τέλει βρίσκει την πλήρη δικαίωσή της μόνο υπό το φως της δικής τους παρουσίας.

Σ' ένα κόσμο όπου οι περισσότεροι ζουν δέσμιοι έσωθεν κι έξωθεν περιορισμών, ο ποιητής αναγνωρίζει και τιμά τους λίγους εκείνους ανθρώπους που με το παράδειγμά τους επιχειρούν την αφύπνιση και των υπολοίπων. Και τέτοιοι είναι ο Μπολιβάρ και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καθώς ο καθένας με τον τρόπο του κατέκτησαν την ελευθερία εκείνη που τους επέτρεψε να δουν πίσω και πέρα από το προφανές.

Ο Μπολιβάρ επιζητά και κατορθώνει την απελευθέρωση της Νοτίου Αμερικής από τον έλεγχο των Ισπανών, και πολύ περισσότερο διαβλέπει την ισχύ που θα μπορούσαν να έχουν οι χώρες αυτές αν προχωρούσαν σε μια ένωση, αφήνοντας στην άκρη επιμέρους τοπικιστικές διαφορές. 

Αντιστοίχως, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, πολέμησε με γενναιότητα για την εκδίωξη των Τούρκων από την Ελλάδα, κατάλαβε όμως έγκαιρα πως οι θυσίες των Ελλήνων εξυπηρετούσαν κυρίως το παρασιτικό σινάφι των πολιτικών της χώρας, οι οποίοι αμέτοχοι από το πεδίο της μάχης απολάμβαναν ποικιλοτρόπως τα οφέλη της εξουσίας στο υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος.

Η στάση του απέναντι στην κυβέρνηση, τον κλήρο και σε πολλούς Έλληνες που κατείχαν σημαντικές θέσεις ήταν αμείλικτη, καθώς θεωρούσε απεχθή την τάση τους να εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία με μόνο γνώμονα το ίδιον κέρδος. Ήρθε ανοιχτά σε σύγκρουση μαζί τους και βρέθηκε να διώκεται συνδυαστικά από κυβερνώντες και κληρικούς, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν εξαιρετικά επικίνδυνο αντίπαλο. Το ιδανικό του Οδυσσέα Ανδρούτσου για το οποίο αγωνίστηκε και τελικά θανατώθηκε δεν ήταν απλώς μια ελεύθερη από τους Τούρκους Ελλάδα, αλλά μια Ελλάδα ελεύθερη από κάθε πιθανό εκμεταλλευτή των πολιτών, οποιασδήποτε εθνικότητας κι αν ήταν αυτός. Για τον Ανδρούτσο οι καιροσκόποι πολιτικοί και οι υποκριτές ιερείς αποτελούσαν έναν εξίσου σημαντικό με τους Τούρκους εχθρό, που θα έπρεπε να εκδιωχθεί εγκαίρως από το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος.

Την επαχθή τακτική των Ελλήνων πολιτικών που εν καιρώ αντιλήφθηκαν όλοι οι Έλληνες πολίτες, την αντιλήφθηκε από νωρίς ο Ανδρούτσος, ο οποίος γνώρισε έτσι μια πρωτόφαντη προσπάθεια σπίλωσης του ονόματός του κι ένα μαρτυρικό θάνατο.

Ο Εγγονόπουλος θέλει να υμνήσει τον Ανδρούτσο, θέλει να μιλήσει για την αξία του ανθρώπου αυτού που τα έβαλε με το πολιτικό κατεστημένο, τη διαφθορά και την υποκριτική λατρεία του «έθνους»∙ θέλει να μιλήσει για τη διαστρέβλωση του όρου πατριώτης, που τόσο επικερδώς χρησιμοποιούν οι πολιτικοί μας, αλλά γνωρίζει πως τα λόγια του θα παρερμηνευθούν. Την ώρα που γράφεται αυτό το ποίημα, την ώρα που ο ελληνικός λαός δοκιμάζεται από τη γερμανική Κατοχή, ο ποιητής γνωρίζει πως δύσκολα θα γίνει αντιληπτή η προειδοποίησή του για το ποιος θα κερδίσει κι απ’ αυτή τη νέα δοκιμασία των Ελλήνων.

Το έθνος, που θα έπρεπε να αποτελεί μια ιερή αξία, γίνεται στα χέρια των πολιτικών και των δυνατών εν γένει, ένα μέσο χειραγώγησης και κάποτε φανατισμού των πολιτών, οι οποίοι αδυνατούν να διακρίνουν πως για τους ιθύνοντες όλο αυτό δεν είναι παρά ένα κενό γράμμα, που το χρησιμοποιούν μόνο για να πλουτίζουν και ν’ απολαμβάνουν τα οφέλη της δύναμης που τους χαρίζει η θέση τους.

Έτσι, αν έθνος ή πατρίδα ή σύνολο σημαίνει μια ομάδα ανθρώπων που μάχονται και θυσιάζονται για να κερδίζουν οι πλούσιοι και οι εκάστοτε κυβερνώντες, τότε τίποτε από αυτά δεν αξίζει πραγματικά. Ο ποιητής διαπιστώνει με λύπη πως οι Έλληνες έχουν πέσει θύματα και οδηγούνται σε μια καταστροφική για το ένδοξο έθνος τους πορεία, εξαιτίας της απληστίας των πολιτικών τους. Κι ο έπαινος που συνθέτει για τον Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, δεν απευθύνεται τόσο στους αγώνες που έκαναν ο καθένας για την πατρίδα του, όσο για τη δύναμη που είχαν να δουν πέρα από τα στεγανά του έθνους και να αποζητήσουν το καλύτερο δυνατό για τους συμπολίτες τους, έστω κι αν αυτό σήμαινε συνεργασία με άλλα έθνη, έστω κι αν αυτό σήμαινε μια απευθείας σύγκρουση με τους πολιτικούς άρχοντες που στο όνομα του έθνους επιχειρούσαν να κρύψουν την άνευ ορίων κενοδοξία και φιλαργυρία τους.

Ο ποιητής, όμως, αφήνει για μια μελλοντική στιγμή τη σύνθεση του ωραιότερου ποιήματός του, του ωραιότερου ποιήματος που ίσως γραφτεί ποτέ, του ποιήματος εκείνου που θα μιλήσει ανοιχτά για τον Έλληνα ήρωα που πέθανε για ό,τι πραγματικά είχε αξία, για τη δημιουργία δηλαδή μιας ελληνικής κοινωνίας απαλλαγμένης από τους μικροπρεπείς, άπληστους και ανίκανους να ωφελήσουν την Ελλάδα πολιτικούς.

Επί της ουσίας, βέβαια, ο έπαινος του Μπολιβάρ που θα ακολουθήσει δεν είναι παρά ένας χωρίς προηγούμενο ύμνος για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο Εγγονόπουλος γνωρίζοντας πως η ιστορική συγκυρία δεν ήταν κατάλληλη για να στραφεί ανοιχτά κατά τις υποκρισίας των κυβερνώντων και να δοξάσει το όνομα του Ανδρούτσου, κρύβει τον έπαινό του για τον Έλληνα ήρωα πίσω από τις λέξεις που αφιερώνει στον Μπολιβάρ.

Ο ποιητής γνωρίζει πως μέσα στη φωτιά της Κατοχής οι πιθανοί αναγνώστες του θα θεωρήσουν πως το ποίημα αυτό δεν είναι παρά ένα κάλεσμα για αντίσταση κατά του προφανούς εχθρού, των Γερμανών. Γνωρίζει πως δύσκολα θα διακρίνουν την αλήθεια του λόγου του και της επιθυμίας του για έναν κόσμο που θα υπηρετεί την αξία του ανθρώπου πέρα από εθνικούς προσδιορισμούς.

Ο ποιητής, όπως πριν από αυτόν ο Ανδρούτσος, δεν προσδοκά την απελευθέρωση της Ελλάδας μόνο και μόνο για να έρθουν οι επίδοξοι κρατούντες και να δρέψουν τα οφέλη απ’ το θάνατο των Ελλήνων πολιτών. Ο ποιητής προσδοκά την ημέρα που η χώρα θα βρει την πραγματική λευτεριά της, κινούμενη προς τη δικαίωση του απλού ανθρώπου και όχι προς τον πλουτισμό των άπληστων καιροσκόπων. Μα ξέρει πως δεν μπορεί να μιλήσει κατά του έθνους –του έθνους, όπως το εννοούν οι κυβερνώντες, ως ένα σύνολο δηλαδή πολιτών που υπομένουν τα πάνδεινα στο όνομα της πατρίδας κατά τη δική τους αγαθή προαίρεση, ενώ στην πραγματικότητα υποφέρουν και πεθαίνουν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών. Ξέρει πως όχι μόνο δε θα κατορθώσει να αφυπνίσει τους συμπολίτες του, αλλά θα δεχτεί και την οργή τους, όπως κάποτε τη δέχτηκε και ο Ανδρούτσος. Έτσι, εκφράζοντας την απελπισία του για το γεγονός ότι κανείς ποτέ δεν τον κατάλαβε ή δε θέλησε να τον καταλάβει, δίνει στο συνειδητοποιημένο αναγνώστη το ερέθισμα να δει πιο προσεκτικά το ποιον υμνεί και γιατί.

Ο Εγγονόπουλος, λοιπόν, βέβαιος για την αδυναμία των ανθρώπων της εποχής του να διακρίνουν το μήνυμα του ποιήματός του, προβλέπει πως τα λόγια του θα μείνουν για πολλά χρόνια δυσερμήνευτα, αν όχι ακατάληπτα. Εντούτοις βρίσκει παρηγοριά στη σκέψη πως ακόμη κι αν δεν γίνει αντιληπτός στη δική του εποχή, κάποτε στο μέλλον το κοντινό ή το απώτατο οι άνθρωποι που για χρόνια θα μάχονται με το κρυφό νόημα της ύπαρξής του και θα παλεύουν εναγώνια με τις λέξεις του, ίσως κατανοήσουν τι πράγματι θέλησε να πει.

Προβλέπει επίσης τη διαχρονική του φήμη, καθώς το όνομά του θα το βροντοφωνάζουν τα θεόρατα κύματα, οι άγριοι βράχοι κι άνεμοι που θα διατρέχουν το ψηλό βουνό της Ύδρας. Η αναφορά του ποιητή στο ίδιο του το έργο και στην αργοπορημένη αναγνώριση της προσφοράς του, έρχεται να τονίσει την αίσθησή του πως θα χρειαστεί καιρός μέχρι να είναι οι άνθρωποι έτοιμοι να κατανοήσουν όσα τόσο νωρίς πρεσβεύει ο ίδιος. Όπως άλλοτε δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν την υπερρεαλιστική του γραφή, έτσι και τώρα δύσκολα θα αντιληφθούν την προσπάθειά του να αιτηθεί μια δικαιότερη πολιτεία, με τους πολίτες απαλλαγμένους από την παρασιτική παρουσία του σαθρού πολιτικού συστήματος.

Όπως, δηλαδή, δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή η παρουσία και το έργο του Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ, το ίδιο πιστεύει ο ποιητής πως θα συμβεί και με το δικό του έργο, ιδίως από τη στιγμή που επιλέγει εν καιρώ μεγάλης δοκιμασίας για την Ελλάδα να μιλήσει για τον ήρωα που δε δίστασε να αναμετρηθεί με τους κυβερνώντες. Ο παραλληλισμός του ίδιου του ποιητή με τους ήρωές του επιτρέπει το ομαλότερο πέρασμα της αυτοαναφορικότητας στο ποίημα. Ο Εγγονόπουλος παίρνει το ρίσκο να αμφισβητήσει ιερές έννοιες, κι αυτό τον καθιστά, αν όχι κοινωνό της ίδιας γενναιότητας που ενέπνευσε τον Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, τουλάχιστον ικανό ερμηνευτή της πνευματικής τους κληρονομιάς. Σε κάθε περίπτωση διαπλέκει δικαιωματικά τον εαυτό του στον έπαινο που συνθέτει προς τιμή των ηρώων.

Ο ποιητής έχοντας αναφερθεί στον Οδυσσέα Ανδρούτσο κι έχοντας δώσει έτσι το κλειδί για την κατανόηση του ποιήματος, ξεκινά την εξύμνηση του Μπολιβάρ, που δεν είναι παρά η εξύμνηση του Ανδρούτσου και στο πρόσωπο αυτού κάθε ανθρώπου που τολμά να σκεφτεί και να δράσει χωρίς περιορισμούς, ιδίως όταν αυτοί οι περιορισμοί τίθενται για να υπηρετούν τα συμφέροντα άλλων.

Ο Μπολιβάρ κατέχει όλες τις αρετές που συνθέτουν τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων. Είναι δυνατός και γενναίος, μα κι ευγενικός και καλόψυχος σαν τα λουλούδια της πατρογονικής του ηπείρου. Σκορπά γύρω του το καλό, μα και το κακό, έννοιες αλληλένδετες μεταξύ τους, αφού δεν μπορεί να νοηθεί άνθρωπος ή πράξη αμιγώς καλή. Αποκτά γοργά τις διαστάσεις συμβόλου και γιγαντώνεται στη σκέψη του ποιητή, που τον παρουσιάζει να περπατά στα βουνά κάνοντας τ’ άστρα να τρέμουν στο αντίκρισμά του.

Πολύ περισσότερο όμως ο ποιητής αναγνωρίζει πως ο Μπολιβάρ λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός μεταξύ όλων των εθνών και κυρίως τον συνδέει με τις περιοχές της ελληνικής γης, αφού στο πρόσωπο αυτού υμνείται παράλληλα κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Έτσι, ο γυμνός ήρωας που βάφεται κατά το συνήθειο των πολεμιστών Ινδιάνων μοιάζει με ερημοκλήσι της Αττικής, με εκκλησία στις ελληνικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, αλλά και με ανάκτορο της Μακεδονίας.

Η παρουσία του Μπολιβάρ, η ελεύθερη φύση του και η ευλογία του παραδείγματός του διατρέχουν όλον τον ελληνισμό. Επιθυμία του ποιητή είναι να υπάρξει μια γόνιμη πρόσληψη της σκέψης του Μπολιβάρ και κατ’ επέκταση του Ανδρούτσου απ’ όλους τους Έλληνες. Ο Μπολιβάρ με τον ηρωισμό του είναι το παράδειγμα που θα πρέπει να έχουν οι Έλληνες στη σκέψη τους, αν θέλουν να φέρουν στην πατρίδα τους την ευημερία που επιθυμούν.

Το παράδειγμα του Μπολιβάρ και κατ’ επέκταση το παράδειγμα του Ανδρούτσου πρέπει να φτάσει παντού και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Τα δεσμά των ανθρώπων πρέπει να σπάσουν κι αυτό θα συμβεί μόνο όταν αποδεχτούν κι υιοθετήσουν την ελευθερία που είχε το πνεύμα του Μπολιβάρ.

Παρόλο που η υλοποίηση κάθε αγώνα αποτελεί μια συλλογική προσπάθεια και απαιτεί τη θυσία πολλών ανθρώπων, εντούτοις ο ποιητής εκθειάζει την ατομική προσφορά του ήρωα, καθώς ήταν εκείνος που με το προσωπικό παράδειγμα και με την άκαμπτη επιμονή του ενέπνευσε το επαναστατικό κίνημα που σάρωσε την ισπανική κυριαρχία στη Νότια Αμερική. Αντιστοίχως, με τους στίχους του ο ποιητής και με την εξύμνηση του Μπολιβάρ και του Ανδρούτσου επιδιώκει την αφύπνιση έστω ενός ανθρώπου, που θα θελήσει πραγματικά να αναμορφώσει την ελληνική πολιτεία, θέτοντας ένα τέρμα στην ανεξέλεγκτη κυριαρχία των πολιτικών φατριών και στην ανερυθρίαστη εκμετάλλευση των πολιτών από τους κρατούντες. Ένας πολίτης να αντιληφθεί το σκάρτο παιχνίδι των πολιτικών, όπως πολύ πρώιμα το κατάλαβε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ίσως δοθεί το έναυσμα για μια ριζική αναμόρφωση του τρόπου που διοικείται ετούτος ο βασανισμένος τόπος.

Το ηρωικό παράδειγμα του Μπολιβάρ ενθουσιάζει τον ποιητή, ο οποίος με γνήσιο θαυμασμό αναλογίζεται πώς ο ένας αυτός άνθρωπος κατόρθωσε να ξεσηκώσει και να αλλάξει τα πάντα, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά σε μια τεράστια περιοχή, επηρεάζοντας τις ζωές χιλιάδων και κατόπιν εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο ποιητής επεκτείνει βέβαια την επίδραση του ηρωικού Μπολιβάρ μέχρι την Ελλάδα και του αποδίδει τον ενδοξότερο έπαινο: «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας». Έλληνας, υπό την έννοια του ελεύθερου εκείνου πνεύματος που χαρακτήριζε τους αρχαίους Έλληνες και ιδίως τους Αθηναίους στην ακμή τους. Με όλα εκείνα τα στοιχεία που τόσο παραστατικά απέδωσε ο Περικλής στον Επιτάφιο λόγο του∙ την ψυχική γενναιότητα μπροστά σε κινδύνους διεξοδικά μελετημένους, την αγάπη στο καλαίσθητο, την ενασχόληση με την τέχνη και τη φιλοσοφία και πάνω απ’ όλα την πλήρη ελευθερία στη διαμόρφωση των συλλογισμών τους.

Σημειώνουμε εδώ πως μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στο Ναύπλιο και τη Μονεμβασιά, σε ερημικό λόφο που δέσποζε στην πόλη, χάλκινος ανδριάντας του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωα, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.

Οι υποτιθέμενοι ανδριάντες του Μπολιβάρ, που καταλήγουν να ενοχλούν τους Έλληνες κατοίκους και εν τέλει κατεδαφίζονται, δεν είναι παρά η πρόβλεψη του ποιητή πως το επαναστατικό πρότυπο του ήρωα και η υπόμνηση των πόσων μπορούν να πετύχουν οι άνθρωποι, αν αγωνιστούν, όχι μόνο δε θα φτάσει σε πρόθυμους δέκτες, αλλά θα τους γίνει με τον καιρό πηγή όχλησης. Ο ποιητής, αν και αισθάνεται βαθιά μέσα του την αξία του αγώνα και της διεκδίκησης, την αξία της γενναιότητας και της ελευθερίας, αντιλαμβάνεται κιόλας πως δύσκολα μπορεί κάθε άνθρωπος να ζήσει με τέτοια πρότυπα στη σκέψη του. Συνηθίζεται άλλωστε από πολλούς ανθρώπους να εθελοτυφλούν μπροστά στις ελλείψεις και στα κακώς κείμενα της ζωής τους, παρά να επιχειρούν μιαν ανατροπή, για τα αποτελέσματα της οποίας δεν μπορούν να είναι ποτέ σίγουροι.

Και φτάνουμε τώρα στον αποχαιρετιστήριο στίχο του Εγγονόπουλου στον Μπολιβάρ, αυτόν που διάλεξε ο Βενιζέλος για να απαντήσει στον Γ. Παπανδρέου, στον: στρατηγέ / τι ζητούσες στη Λάρισα / συ / ένας / Υδραίος; Το κλείσιμο του ποιήματος, με την αινιγματική ερώτηση προς τον υποτιθέμενο Υδραίο στρατηγό, αποτελεί ένα ακόμη φανέρωμα της παρουσίας του ίδιου του ποιητή στο έργο του. Ο ποιητής αναρωτιέται σχετικά με την ίδια του την πρόθεση να εμπλακεί σ’ ένα θέμα δύσκολα διαχειρίσιμο, όπως είναι η διεκδίκηση μιας ελευθερίας πληρέστερης και ουσιαστικότερης απ’ τη συνήθως εννοούμενη εθνική ανεξαρτησία. Οι αναφορές στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, και κατ’ επέκταση η στήριξη που εκφράζει ο ποιητής στα πεπραγμένα τους, ενέχουν τον κίνδυνο, αν εννοηθούν πλήρως, να φέρουν τον ποιητή αντιμέτωπο με την άρχουσα τάξη.

Θυμίζουμε τη διάθεση του Ανδρούτσου να εναντιωθεί στους διεφθαρμένους πολιτικούς και κληρικούς της χώρας, το σχέδιο του Μπολιβάρ για συνένωση διαφόρων εθνοτήτων, στοιχείο άλλωστε που είχε το αντίστοιχό του στη δράση του Αρβανίτη Ανδρούτσου και στη διάθεσή του να συνεργαστεί ακόμη και με Τούρκους προκειμένου να χτυπήσει όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε το δημιουργούμενο πολιτικό απόστημα της χώρας.

Ο Εγγονόπουλος παράλληλα με το θαυμασμό του για τη μεγαλειώδη προσπάθεια του Μπολιβάρ και για το λαμπρό παράδειγμα της δράσης του Ανδρούτσου, εκφράζει και την πικρία του για το ανέφικτο της πραγματικής ελευθερίας των ανθρώπων «το φριχτό παραμύθι: Libertad». Σκέψη που προκύπτει απ’ την επίγνωση του πραγματικού και αναπόδραστου κυρίαρχου των πολιτών∙ της παντοδυναμίας των χρημάτων και του πόθου της κερδοσκοπίας. Η απελευθέρωση των αγωνιζόμενων κρατών έλαβε την πραγμάτωσή της μόνο ως προς την εκδίωξη των δυνάμεων κατοχής, καθώς στη συνέχεια τέθηκαν σ’ αυτά νέα δεσμά, λιγότερο εμφανή, μα κατά πολύ ισχυρότερα. Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανησυχία του ποιητή μέσα από το κείμενο του Κυριάκου Σιμόπουλου, που έχει αντληθεί από τον τρίτο τόμο του βιβλίου του «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21»:

«Το 1823 συνέπεσε με το μεγάλο οικονομικό άλμα στην Αγγλία. Το εμπόριο με τη Νότια Αμερική είχε δημιουργήσει απέραντες δυνατότητες κερδοσκοπίας, εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε τις τράπεζες να ριχτούν στη μάχη των επενδύσεων για εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου των νεοελευθερωμένων νοτιοαμερικανικών χωρών.

Οι προοπτικές όμως που διανοίγονταν για την ανάπτυξη των υπερπόντιων αγορών επέβαλαν και μια τολμηρή αναπροσαρμογή της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής. Όχι πια καταπολέμηση των απελευθερωτικών κινημάτων στην Ευρώπη και την Αμερική αλλά διείσδυση, έλεγχος, κατάκτηση από μέσα. Αυτή η πολιτική προσέφερε πρωτοφανείς ευκαιρίες για το αγγλικό εμπόριο, για τη βιομηχανία και το τραπεζικό κεφάλαιο.

Τη νέα πολιτική θα εφαρμόσει ο υπουργός Εξωτερικών George Canning. Κεντρική σκέψη του: “Οι λαοί που θα ελευθερωθούν και θα συγκροτηθούν σε νέα κράτη έχουν ανάγκη από βιομηχανία, εμπορικό στόλο και οικονομικά μέσα για την ανάπτυξή τους. Για να τα αποχτήσουν όλα αυτά θα απευθύνονται στην Αγγλία, τον απελευθερωτή και προστάτη τους.”

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής αναγνωρίζονται οι επαναστατικές κυβερνήσεις της Αμερικής η μία μετά την άλλη και ιδρύονται παντού προξενεία: στο Μεξικό, στην Κολομβία, στο Περού, στη Χιλή.

Κατά την περίοδο του ελληνικού Αγώνα η Αγγλία ξεχείλιζε από χρήμα. Αυτός ο πληθωρισμός κεφαλαίων προκάλεσε παροξυσμό κερδομανίας. Επιδίωξη όλων: ο πολλαπλασιασμός των αποθησαυρισμένων λιρών με κάθε μέσο, ακόμα και με αβέβαιες τοποθετήσεις. Οργίαζε το τραπεζικό παιχνίδι. Μεγαλοτραπεζίτες, τοκογλύφοι, αεριτζήδες, πλούσιοι και φτωχοί τυχοδιώκτες, πονηροί ή εύπιστοι άνθρωποι κατέχονταν από απληστία. Από τη βουλιμία να πλουτίσουν με κάθε τρόπο και γρήγορα. Μοναδική έγνοια τους: πώς η μια γκινέα θα γίνουν δέκα γκινέες.

Δάνεια προσφέρονταν με τη μεγαλύτερη ευκολία αλλά με όρους πάντα ληστρικούς. Τέλη 1824 είχαν χορηγηθεί 48 περίπου εκατομμύρια σε ξένες κυβερνήσεις.»

Όποιος λοιπόν διάλεξε τον ακροτελεύτιο στίχο του Εγγονόπουλου, ως απάντηση στον Γ. Παπανδρέου, προσέφερε κάκιστη υπηρεσία στον Βενιζέλο. Η ερώτηση που διατυπώνει στον «Μπολιβάρ» του ο Εγγονόπουλος είναι ύμνος για τον ...Υδραίο στρατηγό. Δεν αποτελεί, όπως ίσως νομίζει ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, ψόγο. Είναι έκφραση θαυμασμού και όχι επιτίμησης. Κι αν δεν πιστεύει εμένα, μπορεί να διαβάσει ολόκληρη την ανάλυση του ποιήματος από την Paola Kudacki° στην οποίαν κι εγώ προσέφυγα.

Εξυπακούεται πως η προσέγγισή μου είναι αυστηρά φιλολογική και ουδόλως πολιτική. Πολιτική διάλεξε να κάνει, μέσω του «Μπολιβάρ», ο Βενιζέλος. Και δυστυχώς γι' αυτόν για μια εισέτι φορά ατύχησε. Όπως είχε ατυχήσει και με τον στίχο του Σεφέρη που διάλεξε να απαγγείλει, προ διετίας, στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Δεν θα ήθελα να απευθυνθώ σ' έναν αντιπρόεδρο κυβερνήσεως με τη λαϊκή ρήση: αφού, ρε Βαγγέλη, δεν σου πάει η ποίηση, γιατί την ζαλίζεις; Όμως, μερικές φορές, είναι αφόρητα εκνευριστικό να προτρέχει η γλώσσα της διανοίας ή να θέλει να επιδείξει κάποιος, ντε και καλά, το τάλαντο της ...κομπορρημοσύνης του.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Αν μπορούσα να συμβουλεύσω τον Γ. Παπανδρέου θα του έλεγα πως αν ήθελε να απαντήσει, πολιτικά, στον Βενιζέλο να το έκανε με τον στίχο του Καρυωτάκη: «Α! κύριε, κύριε Μαλακάση, ποιός τελευταίος θα γελάσει»...

Το ανάρτησα από http://www.matrix24.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: