Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΩΚΟΣ: ΕΝΑΛΛΑΓΕΣ


Το μικρόβιο της ζωγραφικής το είχε η Ινές απ’ όταν ήταν πολύ μικρή. Στο ορεινό κατάφυτο χωριό, όπου γνωρίστηκε με το NISOS είχε αυτήν την ασχολία τις περισσότερες ώρες τις ημέρας. Όταν τα κορίτσια έβγαιναν το καλοκαίρι και πήγαιναν στο λόφο του Προφήτη Ηλία και στο ποτάμι, αυτή καθόταν 
με τις ώρες και έφτιαχνε πίνακες στο σπίτι της σε μία μικρή κάμαρα. Αποτύπωνε τα τοπία στην αρχή αλλά ύστερα αφοσιώθηκε στην προσωπογραφία όταν μελέτησε πιότερο τη Φρίντα. 
Έτσι γνώρισε καλύτερα και αυτόν, μέσω της ζωγραφικής. «Να σχεδιάσω τη μορφή σου;» ήταν η πρώτη της αθώα ερώτηση, αγνοώντας μετέπειτα τι θα ακολουθούσε. Εκείνος από τη μεριά του μόλις που κατάφερε να ψελλίσει ένα «και βέβαια» με αρκετή δειλία που δε δικαιολογούταν λόγω της ηλικίας του αλλά και της γενικότερης ιδιοσυγκρασίας του. Ο NISOS, ρομαντικός παραβάτης από νεαρή ηλικία, οι φίλοι του τον έλεγαν μοναχικό λύκο. 
Όταν τα άλλα αγόρια έβγαιναν στο σεργιάνι ξοπίσω από τις κοπέλες για να κάνουνε λίγο χάζι, αυτός καθόταν και διάβαζε με τις ώρες ότι του έπεφτε στα χέρια. Αποτύπωνε δε, τις σκέψεις του σε χαρτί πάντα, σκόρπιες σκέψεις, ποιητικές ρίμες, λογοτεχνικά τσιτάτα, αφηγηματικές ιστορίες. Ο γραπτός λόγος εξάλλου με τη ζωγραφική μοιάζουν γιατί αποτελούν και τα δύο αποτυπώσεις στιγμών. βιωματικών, φανταστικών ή και επιθυμιών. Άλλωστε τι άλλο είναι η ζωή εκτός από στιγμές;

Αυτό το άσβεστο πάθος για τη ζωγραφική άναψε μέσα της εκείνη τη μέρα. Πήγε στην μικρή αποθήκη και πήρε όλα τα χαρτόκουτα που είχαν μέσα τα υλικά της από το παρελθόν. χρώματα, πινέλα, τελάρα και το πρώτο της καβαλέτο, αυτό που της είχε δωρίσει ο αγαπημένος της. 
Εκείνος ικανοποιημένος και χαρούμενος παρακολουθούσε την πρώτη της απόπειρα στη ζωγραφική, από τον καιρό που ήρθαν νιόπαντροι στην Αθήνα. Δίνοντας της ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο, πήραμε και το κορίτσι κινήσαμε για το στέκι του στα Πετράλωνα, ώστε να την αφήσουμε απερίσπαστη να αφοσιωθεί στο έργο της και να απολαύσουμε τον καταγάλανο Αττικό ουρανό και τα καρποφόρα δέντρα που κοσμούν την περιοχή. 
Φθάνοντας όμως εκεί η χαρά του μετατράπηκε σε οργή και θυμό, βλέποντας στην πόρτα από το μαγαζί ένα πελώριο λουκέτο και ένα σημείωμα να κοσμεί την μεγάλη ξύλινη πόρτα. «Το μαγαζί θα παραμείνει κλειστό και στη θέση του θα αναγερθεί πολυτελέστατη οικοδομή» έγραφε και ευθύς τα μάτια του βούρκωσαν διαβάζοντάς το. 
Ρίγη τον διαπέρασαν, μέχρι και η Μαγιού το κατάλαβε και τον πήρε ασυναίσθητα μια αγκαλιά. Ή τουλάχιστον προσπάθησε γιατί απωθήθηκε κάπως άτσαλα, είναι η αλήθεια. Μήπως όλα-όμως- γίνονται καλύτερα με μία αγκαλιά;Καθίσαμε σε ένα ασβεστωμένο πεζούλι απέναντι και -με ηλεκτροφόρα καλώδια να τον διαπερνούν- παίρνοντας στα πόδια του τη μικρή, άρχισε να μιλάει.

«Έχουμε κάνει τις ζωές μας θέατρο σκιών. Δεν είμαστε πλέον εμείς οι πρωταγωνιστές αλλά άλλοι κινούν τα νήματα χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Έχουμε ξεχάσει από πού ήρθαμε και δεν έχουμε ιδέα κατά που πηγαίνουμε ή μάλλον πάμε σε μια σκοτεινή άβυσσο όπως λέει ο Καζαντζάκης που στη διαδρομή συναντάμε κάποια λίγα φωτεινά διαστήματα. 
Τα περισσότερα σκοτεινά κι αυτά. Καταστρέφουμε ότι αθώο μας απέμεινε, την αίσθηση της ελευθερίας μας και κλεινόμαστε σε άχαρα διαμερίσματα, σα κλουβιά, με τόνους από τσιμέντο γύρω γύρω για να νιώθουμε πιο φυλακισμένοι, για να ομαδοποιούμε ευκολότερα ανθρώπους σκέψεις, συνειδήσεις. Το λιγοστό πράσινο το αντικαθιστούμε με το πλείστο γκρίζο, το ωραίο το μετατρέπουμε σε άσχημο και την εξευγενισμένη ανθρωπιά σε θυσία στο βωμό του Μολώχ».

Χωρίς να πω τίποτα συμφωνούσα με τις σκόρπιες σκέψεις του και δίχως να καταλάβει πολλά από αυτά που είπε, η Μαγιού ρώτησε «και που θα μείνουν οι άνθρωποι μπαμπά;»

Υγιαίνετε.








Το ανάρτησα από http://agriniovoice.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: