Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ: ΤΟ ΔΙΧΑΣΤΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ


Συμπληρώνεται σήμερα ένας χρόνος από το δημοψήφισμα του 2015 - ένα δημοψήφισμα που απ' τους αντιπάλους του αποκαλείται αχρείαστο, τυχοδιωκτικό και διχαστικό. Κάθε χαρακτηρισμός έχει ενδιαφέρον, αλλά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχει να ανασκοπήσουμε για τελευταία φορά τα γεγονότα της περσινής χρονιάς, υπό το πρίσμα των όσων προηγήθηκαν και όσων ακολούθησαν.

Η χώρα μας το 2015, αποφάσισε να εμπιστευτεί την τύχη της σε μία νέα κυβέρνηση, με εντολή να τετραγωνίσει τον κύκλο. Η κυβέρνηση που αναδείχθηκε ήταν κυβέρνηση συνεργασίας και μειοψηφίας, με τα κόμματα που την απαρτίζουν να καταλαμβάνουν συνολικά ποσοστό μικρότερο του 35%. 

Ακόμα και αν αθροίζαμε τα ποσοστά τους μαζί με τα ποσοστά του ΚΚΕ και των νενοναζιστών, σε μια υποτιθέμενη “αντιμνημονιακή βάση”, το συνολικό άθροισμα δεν θα έφτανε τους μισούς ψηφοφόρους – χωρίς να υπολογίζουμε την αποχή. 

Η κυβέρνηση αυτή θα όφειλε να καταργήσει τα μνημόνια και να θέσει τέρμα στη λιτότητα, χωρίς να βγάλει τη χώρα απ' το ευρώ και χωρίς να λάβει νέα αντιλαϊκά, ή υφεσιακά μέτρα. 

Η διαθέσιμη χρηματοδότησή της, έφτανε μονάχα μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, όπως είχε κανονίσει με τους εταίρους η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.

Η κυβέρνηση αυτή θα όφειλε να επιτύχει στους στόχους της εντός διμήνου, είτε να καταρρεύσει ως “αριστερή παρένθεση”, είτε να προχωρήσει σε κάποιου είδους συμβιβασμό με τους δανειστές, εγκαλούμενη από τους κόλπους της για προδοσία, και απ' τους αντιπάλους της για “κωλοτούμπα”. 

Το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε βεβαίως εάν είχε αφήσει τον Σαμαρά να προχωρήσει στη συμφωνία με τα διαβόητα “19 προαπαιτούμενα”: ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ θα κατηγορούσε τις ηγεσίες του ότι πρόδωσαν τις προσδοκίες του, προκειμένου να βασιλεύσουν εκ του ασφαλούς πάνω στα ερείπια που άφησαν οι προηγούμενοι.

Μοναδική δυνατότητα για να τετραγωνιστεί ο κύκλος από την κυβέρνηση Τσίπρα, ήταν να επιτευχθεί το πολυπόθητο “κούρεμα του χρέους”, ή μία προθεσμία αναστολής πληρωμών προκειμένου η χώρα και η οικονομία της να σταθούν στα πόδια τους. 

Άλλωστε, αυτή ήταν και η επαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ απ' την αρχή της κρίσης: Μια Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος που θα ένωνε τις χρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης σε ένα κοινό στόχο. Στο αίτημα αυτό, μονάχα η Ιρλανδία συγκατένευσε δειλά, και η Ελλάδα έσπευσε γρήγορα να το υποβαθμίσει. 

Απ' την αρχή της νέας διακυβέρνησης και μέχρι το δημοψήφισμα, η Ελλάδα είχε παρουσιάσει τέσσερις ακόμη διαφορετικές προτάσεις για παρεμβάσεις στο χρέος, οι οποίες απορρίφθηκαν όλες. 

Το μόνο που κατάφερε να κερδίσει η νέα κυβέρνηση με τα επικοινωνιακά σώου του Βαρουφάκη, ήταν η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου με τις “δημιουργικές της ασάφειες”, που ερμηνεύονταν απ' τους εταίρους (δηλαδή την μαντάμ Μέρκελ) ως αποδοχή των όρων του προηγούμενου προγράμματος.

Η κυβέρνηση πορευόταν επί πέντε μήνες με μία ολοφάνερα εχθρική αντιπολίτευση που ευχόταν την κατάρρευσή της προκειμένου να επανέλθει στην εξουσία, και μία κομπλεξική και ασυνάρτητη συμπολίτευση, που έσπευδε να κατακεραυνώνει με το παραμικρό τη νέα κυβέρνηση για ό,τι έκανε ή δεν έκανε, από το φόβο μήπως και χαρακτηριστεί φιλοκυβερνητική και απολέσει την αριστεροσύνη της. 

Τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ ένοιωθαν πως το 26,9% που απέσπασε το κόμμα στις εκλογές, τους έδινε την δυνατότητα να συναποφασίζουν με την κυβέρνηση – ακόμα και οι πολέμαρχοι των Εξαρχείων έσπευσαν να κατοχυρώσουν το αρματολίκι τους. 

Η μεγάλη μάζα της ελληνικής κοινωνίας περίμενε σιωπηρή το αποτέλεσμα. Εκείνο δεν άργησε να έρθει, όταν πλέον οι τράπεζες και το κράτος είχαν στραγγίξει από ρευστό.

Στα τέλη του Ιουνίου, η διαπραγμάτευση έδειχνε να φτάνει σε ένα αποτέλεσμα, με την κυβέρνηση Τσίπρα να αποδέχεται μεγάλο όγκο των προτάσεων των εταίρων, καταθέτοντας την περίφημη αντιπρόταση των 8 δισεκατομμυρίων για τη διετία 2015-2016. 

Η αντιπρόταση έγινε δεκτή από τους Ευρωπαίους, αλλά απορρίφθηκε από το ΔΝΤ, το οποίο επανήλθε με νέες αξιώσεις. Στο σημείο εκείνο, μία ημέρα πριν τη λήξη του προγράμματος και του χρονοδιαγράμματος των διαπραγματεύσεων, ο Αλ. Τσίπρας εξήγγειλε τη διενέργεια του δημοψηφίσματος.

Το δημοψήφισμα του 2015 αποτελούσε τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής με άλλα μέσα. Μια χώρα με νόμισμα το ευρώ, το οποίο ουδέποτε αντιστοιχούσε στο επίπεδο της οικονομίας της, με κατεστραμμένο τον παραγωγικό της ιστό και διογκωμένο τον εμπορικό κλάδο πώλησης εισαγόμενων προϊόντων, κατέφευγε σε ένα δημοψήφισμα που άφηνε υπόνοιες για ενδεχόμενη αποχώρηση απ' το ευρωπαϊκό νόμισμα, χωρίς να το προτείνει ευθέως στο ερώτημά του. 

Στόχος του δημοψηφίσματος ήταν μια επικοινωνιακή βόμβα που θα τάραζε τις ευρωπαϊκές αγορές και θα έδινε το έναυσμα σε αμφιταλαντευόμενες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης, να ασκήσουν πιέσεις στην Τρόικα για έναν εντιμότερο συμβιβασμό. 

Την ισχύ της βόμβας πυροδοτούσαν και δηλώσεις των πρωτοκλασσάτων εταίρων, που διατράνωναν πως μοναδικό νόημα της ελληνικής ψήφου θα ήταν η παραμονή στο ευρώ και τίποτε άλλο.

Απ' την αρχή της εξαγγελίας του δημοψηφίσματος, η αντιπολίτευση στην Ελλάδα εξαπέλυσε μια μανιώδη εκστρατεία ακύρωσης της διεξαγωγής του, με τη Νέα Δημοκρατία μάλιστα να καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παρέμβει. 

Ο Προκόπης Παυλόπουλος αψήφισε τις κραυγές αυτές, δείγμα μιας συνεννόησης μεταξύ του Αλ. Τσίπρα και του καραμανλικού στρατοπέδου που είχε εκδηλωθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του πενταμήνου.

Η Βουλή ενέκρινε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος την Κυριακή 28 Ιουνίου του 2015. Την επόμενη ημέρα, κατέρρευσε το χρηματιστήριο στην Ιταλία και οι εφημερίδες της την Τρίτη βγήκαν με μαύρα εξώφυλλα. 

30 δισεκατομμύρια ευρώ χάθηκαν από τις τράπεζες της ευρωζώνης, από τραπεζικές μετοχές που ξεπουλήθηκαν υπό το φόβο του Grexit. Την Τρίτη το βράδυ εξέπνεε και η προθεσμία αποπληρωμής 1,6 δισ. ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εάν δεν πληρωνόταν η δόση, η Ελλάδα θα ήταν η πρώτη ανεπτυγμένη οικονομία της Δύσης και η πρώτη χώρα της Ε.Ε. που θα είχε κηρύξει στάση πληρωμών στο ΔΝΤ.

Ξεκίνησε ένας μαραθώνιος διαβουλεύσεων, με την Ελλάδα να δέχεται τη μεγάλη πλειοψηφία της τελευταίας πρότασης της Τρόικας, αλλά ζητώντας μερική – σχεδόν συμβολική – διευθέτηση του χρέους. Οι εταίροι αρνήθηκαν ξανά, και το CNN μέτρησε από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας τα δευτερόλεπτα της τυπικής χρεοκοπίας μας.

Η επόμενη ημέρα θα έπρεπε να είναι μια άλλη μέρα για την Ελλάδα, αλλά η βόμβα δεν έσκασε. Παρότι η Ελλάδα κήρυξε εν τοις πράγμασι στάση πληρωμών απέναντι στο ΔΝΤ, στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια την Τετάρτη δεν άνοιξε μύτη. Είχε έρθει η ώρα της αντεπίθεσης των μνημονιακών, όπως την ζήσαμε όλοι από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες, με τους ξένους ηγέτες να απειλούν ευθέως την Ελλάδα με τιμωρία της για το ενδεχόμενο ενός “Όχι” - μια τιμωρία που το λιγότερο, θα εξασφάλιζε μια χειρότερη συμφωνία.

Μέχρι την Κυριακή 5 Ιουλίου του 2015, στην Ευρώπη διαμορφώθηκε πράγματι ένα ρεύμα υποστήριξης της Ελλάδας με το σύνθημα “This is a coup” και με φιλελληνικές δηλώσεις κορυφαίων πλην απόμαχων πολιτικών, όπως ο Ντελόρ, ο Σμιτ και ο Ντ' Αλέμα. Παραφράζοντας την παλιά ελληνική παροιμία, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε πως “με sms δεν βάφονται αυγά”. Στην συγκέντρωση του “Όχι” στην πλατεία Συντάγματος, ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε με νόημα πως “κανένας δεν έχει το δικαίωμα να απειλεί ότι θα αποκόψει την Ελλάδα από τον φυσικό γεωγραφικό της χώρο” - μια αναφορά με χροιά Grexit, καθώς δεν απέκλειε την αποκοπή της Ελλάδας από τον ευρωπαϊκό νομισματικό χώρο.

Με το “Όχι” να κατισχύει στο δημοψήφισμα με ποσοστό 62%, θα περίμενε κανείς μια νέα κρίση στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα που να δώσει νέα ώθηση στις ελληνικές αξιώσεις. Η κρίση αυτή δεν συνέβη. Το ευρώ βεβαίως υποχώρησε έναντι του δολαρίου κατά 1,54%, οι δείκτες στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και της Φρανκφούρτης υποχώρησαν κατά 1 και 2% αντίστοιχα, αλλά όλα έδειξαν πως η απειλή του Grexit ως διπλωματικό όπλο, είχε φτάσει στα όριά της. Εκ των υστέρων, μάθαμε πως ο Γ. Βαρουφάκης, ο αρχιτέκτονας του δόγματος των “αγορών που θα χόρευαν στους ελληνικούς ρυθμούς”, είχε προτείνει ακόμα ένα μέτρο προς αυτήν την κατεύθυνση - το κούρεμα των δανείων της ΕΚΤ και την εισαγωγή ενός μηχανισμού που θα λειτουργούσε ως παράλληλο νόμισμα. Οι προτάσεις του αυτές, απορρίφθηκαν.

Την Δευτέρα μετά το δημοψήφισμα, ο Αλ. Τσίπρας συγκάλεσε τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, όπου εκεί, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, προκειμένου να πετύχει μια πάση θυσία συμφωνία, ενταφίασε οριστικά τις απαιτήσεις μας για άμεση ελάφρυνση των δανειακών μας υποχρεώσεων. Μ' αυτά και μ' αυτά, φτάσαμε στο τέλος. Οι συνειδητά παράλογες αξιώσεις του Σόιμπλε αποκρούστηκαν με τη βοήθεια της Γαλλίας και της Ιταλίας, οι οποίες έσπευσαν να αποτρέψουν μια - δυσμενή γι' αυτές - αποχώρηση της Ελλάδας. Το πρόγραμμα που υποστήκαμε, έχει τα χαρακτηριστικά της τελικής πρότασης των δανειστών πέρσι τον Ιούνιο, και ορισμένα μάλιστα επί το δυσμενέστερο: Το ΕΚΑΣ για παράδειγμα καταργήθηκε άμεσα, ενώ ο ΦΠΑ σε ορισμένα είδη αυξήθηκε στο 24% αντί για το 23% που μας είχε προταθεί. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα πήρε μία νέα και γενναία δανειακή σύμβαση πενταετίας, την πολυπόθητη “δεύτερη αξιολόγηση” χωρίς συνέχιση των απολύσεων, υπομένοντας ωστόσο, το βαρύ για τις επιχειρήσεις, τίμημα των capital control και μια άγρια λιτότητα σε συνέχιση της παλιάς.

Το πώς θα αποτιμήσει κανείς τις προτάσεις όσων πιστεύαν στη δυνατότητα συνέχισης της απειλής του Grexit ή και στο ίδιο το Grexit, εξαρτάται κατά τη γνώμη μου, από το πώς αποτιμά κανείς τις δυνατότητες μιας κυβέρνησης μειοψηφίας με τα χαρακτηριστικά που προείπαμε, να ρισκάρει την έξοδο της χώρας από το ευρώ – και ενδεχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας, Μάσιμο Ντ' Αλέμα, η Ευρώπη δαπάνησε περί τα 800 δισ. ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο Grexit, τη στιγμή που η Ελλάδα θα είχε ικανοποιηθεί με μία ελάφρυνση του χρέους με το 10% του ποσού αυτού. Αυτό πιστοποιεί την ακαμψία και την αποφασιστικότητα της Ε.Ε. να επιβάλει τη διατήρηση της “αρχιτεκτονικής του ευρώ” και της νεοφιλελεύθερης λιτότητας.

Απέναντι στην μαντάμ Μέρκελ που συγκάλεσε Σύνοδο Κορυφής των “28” για να απειλήσει με εκδίωξη της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, (χωρίς καμία άλλη χώρα να της αντιταχθεί), η Ελλάδα, ούτε χρήματα για τη στήριξη ενός Grexit διέθετε, ούτε πείρα για τη διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης, ούτε και κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο, πλην εκείνου του καθηγητή Μαργιόλη, το οποίο απετέλεσε και την επίσημη πρόταση της ΛΑΕ τον Σεπτέμβριο του 2015. Ακόμα και εκείνο το σχέδιο ωστόσο, δεν ήταν “επαναστατικό”: Πρότεινε την έξοδο από το κοινό νόμισμα, σε συμφωνία με τους δανειστές – κάτι που είχε προτείνει και εξακολουθεί να προτείνει ο Β. Σόιμπλε. Αδυνατώ να φανταστώ ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας, εάν ο Αλ. Τσίπρας επέστρεφε από τη τελική διαπραγμάτευση, με το σχέδιο Σόιμπλε παραμάσχαλα.

Το δημοψήφισμα κατέδειξε τα όρια της μοναχικής προσπάθειας μιας χώρας, μέσα σε ένα πολιτικό και οικονομικό κατασκεύασμα όπου βασιλεύει ο φόβος της κρίσης και η ασυδοσία των χρηματαγορών. Η κατάληξη του δημοψηφίσματος, εντύπωσε βαθιά στη συνείδηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας τον τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την απολυταρχία της Γερμανίας, συμβάλλοντας και στα όσα διαπιστώνουμε σήμερα με το Brexit – για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Ανέδειξε τα αντισώματα της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη σαπίλα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, δικαίωσε τον συνεχιζόμενο “καημό της Ρωμιοσύνης” που τόσο συστηματικά προσπαθούσαν να τον πνίξουν τις τελευταίες δεκαετίες. Αντικειμενικά ωστόσο, το δημοψήφισμα απέτυχε να οδηγήσει στο επιθυμητό για μας αποτέλεσμα, και εκτιμώ πως δεν ήταν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά: Η Ελλάδα απέναντι στους υπολοίπους “27”, το μόνο που θα μπορούσε να πετύχει, ήταν, είτε η συνέχιση της πολιτικής Σαμαρά όπως την γνωρίσαμε με έμφαση στις απολύσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις, είτε η συνέχιση της πολιτικής λιτότητας όπως την βιώνουμε σήμερα.

Άξιζε τον κόπο η πεντάμηνη αυτή, διαπραγματευτική προσπάθεια; Κατά τη γνώμη μου άξιζε και με το παραπάνω. Την χρωστάγαμε στους εαυτούς μας, στους νεκρούς μας που έπεσαν από τα μπαλκόνια ή αυτοπυρπολήθηκαν, στους έντιμους ανθρώπους που είδαν τις περιουσίες τους να εξαφανίζονται και τη ζωή τους να καταστρέφεται, από τους προστάτες της Ελλάδας που αναβαπτίστηκαν σε σωτήρες.

Και βεβαίως,το δημοψήφισμα δίχασε, όπως διχάζουν όλα τα κρίσιμα δημοψηφίσματα. Υποκειμενικά μιλώντας, τα όρια ανάμεσα στις δύο παρατάξεις δεν τα όρισε η προτίμηση της ψήφου, αλλά η προσωπική στάση ενός εκάστου. Ανάμεσα στους οπαδούς του “Ναι”, υπήρχαν αναμφίβολα άνθρωποι καλής θέλησης, που με νηφάλια σκέψη οδηγήθηκαν στην επιλογή αυτή. Δεν αποτέλεσαν αυτοί ωστόσο, το πρόσωπο της συμπαράταξής τους, αλλά οι “Μένουμε Ευρώπη”.

Ουδέποτε στη ζωή μου, είχα δει ανθρώπους να αλλάζουν τόσο αποτρόπαια την όψη τους, μέχρι την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Ο λόγος τους ήταν ο λόγος του κυνικού συμφέροντος, η ψεύτικη ευγένειά τους είχε διαρραγεί, για να φανεί από μέσα τους η ωμότητα, η ασχήμια και το μίσος τους. Άνθρωποι που θα σκότωναν τον γείτονά τους αν έβλεπαν, όχι τις δουλειές τους, αλλά τις ανέσεις τους και τις καριέρες τους να απομακρύνονται - καριέρες χτισμένες πάνω στην εγωπάθεια και το ψέμα.

“Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν” είχε πει κάποιος κήρυκας της αγάπης και της ειρήνης. Καμιά φορά χρειάζεται. Δεν μετανιώσαμε για την επιλογή μας, δεν μετανιώνουμε που είμαστε αυτοί που είμαστε.

Το ανάρτησα από https://www.facebook.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: